Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.078s
θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος, παραγωγός — empresário - βοηθός, εργαζόμενος, υπάλληλος — auxiliar, empregado - αυτόπτης μάρτυρας — testemunha ocular - trabalhador - αντιρρησίας συνείδησης — objector de consciência - γυναίκα, η σύζυγος, συμβία, σύζυγος — cónjuge, esposa, esposo, marido, mulher - επιστήμονας — científico, cientista - μισογύνησ - unemployed person (en) - εργοδότης — empregador - exhibitionist, show-off (en) - έξαρχοσ, αντιπρόσωποσ του πάπα — delegado, embaixador, legado, núncio apostólico - διαγωνιζόμενος, -ον, -ουσα, συμμέτοχος, συμμετέχων — participante - ταξιδιώτης - χριστόσ — cristo - Leakey, Louis Leakey, Louis Seymour Bazett Leakey (en) - Μάτα Χάρι - αγοροκόριτσο — maria-rapaz - αναίσθητος, εξόφθαλμος, ηλίθιος, χοντροειδής, χοντρόπετσος — crasso, grosseiro - κυνικός — cínico, ecínico - μεσσιανικόσ - conjugal family, nuclear family (en) - família grande - νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό — agregado familiar - λαός, πληθυσμός — população - μισθωτοί χειροκροτητέσ — claque - fandom (en) - Cain (en) - αιτών, υποψήφιος — candidato - ευεργέτης — benfeitor - κοινός θνητός — plebeu - επικοινωνών — comunicador, transmissor - φοβητσιάρης, φοβιτσιάρης — cobarde - δημιουργός — criador - προστάτης, υπερασπιστής, φύλακας — guardião, protector - ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας — experto, perito - παρατηρητής — observador - precursor - δουλεύτης, εργάτης, εργαζόμενος, υπάλληλος - κηδεμόνασ — governanta - acusador, acusante - άσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνος — ás, especialista, virtuoso - θαυμαστής, λάτρης — admirador - νεαρός — rapaz - μοιχόσ — adúltero - μοιχαλίδα, μοιχαλίσ — adúltera - αντίπαλος, ανταγωνιστής — adversária, adversário, antagonista - σύμβουλος — assessor, conselheiro, consultor - συνήγορος, υπέρμαχος — advogado, defensor - αντιπρόσωπος, μυστικός πράκτορας — agente - αντιπρόσωπος λογοτεχνών - προβοκάτορασ — incitadora, instigadora - ταραχοποιός — agitador - λευκίτησ — albino, albino/albina - Ali Baba (en) - υποστηρικτής, χρηματοδότης — financiador - μαθητευόμενος — aprendiz, estagiário - κάθαρμα, πρόστυχος — filho da puta - θεία, θείτσα — tia, titi - οικιακή βοηθόσ - αυθεντία — autoridade - auto-mechanic, automobile mechanic, car-mechanic, grease monkey, mechanic (en) - ayah (en) - cavalheiro hindu, senhor - νήπιο, νεογνό, πολύ μικρό παιδί — bebé, infante, pequenino - μπέιμπι σίτερ, φύλακασ νήπιων — ama, babá, babysiter, baby-sitter - bad guy (en) - θεματοφύλακασ — depositário, fiador - παιδίο — criança - ball boy, ball girl (en) - μπεγκούμ — begume - καλλονή, ωραία γυναίκα — mulher bela - melhor amigo - Big Brother (en) - bigot (en) - σπουδαίο πρόσωπο — figurão, mandachuva, pessoa importante, pessoa influente - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνή — intelectualóide - βαρκάρης — barqueiro - μισθωτής — alugador - ευταξίασ ποτοπολείου — leão-de-chácara - αγόρι, νεαρός, παιδί, παλικαράκι — baixinho, catatau, fedelho, garotinho, garoto, guri, infante, mancebo, menino, mocinho, moleque, petitinho, petiz, piquiticu, pivete, rapaz, rapazinho, rapazote - αγόρι, εραστής — amante - arrimo de família, sustento - παλιόφιλος, στενός φίλος, φιλαράκι — companheiro, compincha, íntimo - αλλοτριοπραγμών, ανακατωσούρησ — indivíduo, pessoa intrometida - αρχιυπηρέτησ, μπάτλερ, οικονόμοσ — maître, maître d'hôtel - απλός θεατής — espectador - δόκιμος, μαθητής στρατιωτικής σχολής — cadete - καλλιγράφος — calígrafa, calígrafo - κομιστής, φορέας — portador - υπέρμαχος, υπερασπιστής — defensor - γραμματέας — primeiro-ministro - προσωπικότητα — excêntrico - πολυλογάς — falador, tagarela - somítico - ανήλικος, γιος ή κόρη — criança, menor, menor de edade, miúdo - παιδί, τέκνο — criança, filha, filho, menina, menino - βρέφος, μωρό, παιδί — bebé, bebê - choragus (en) - καρόιδο, χάνος — chupador, sugador - ένα τίποτα, ασήμαντο πρόσωπο — zé-ninguém - καθαριστής — lavador - κόρη — moça - γίγαντας, τιτάνας — gigante - σύμβουλος — vereador - δεύτερη σύζυγος, παλλακίδα, παλλακίσ — concubina - διασύνδεση - γνώστης, ειδήμων, ειδικός, κπ. που έχει την ικανότητα να κρίνει, κριτής — conhecedor, entendido, experto, juiz, perito - μιμητής — imitador, macaquice - redator, redatora publicitária - cow (en) - άτομο, πλάσμα — criatura, pessoa, ser - άπειρος, αρχάριος, νεοφερμένος - λυκόπουλο, νεαρός πρόσκοπος — lobinho - έφορος μουσείου — conservador, curador - φύλακας — guarda, guardião - bionic man, bionic woman, cyborg (en) - κυνικός — cínico, ecínico, pessoa que vê defeito em tudo, sujeito crítico - μπαμπάς, πατέρας — pai, papá, papai - άνθρωπος θερμοκέφαλος — impetuoso - θυγατέρα, κόρη — filha - δυσφημητήσ, συκοφάντησ — caluniador - δημαγωγόσ — demagogo - demimondaine (en) - πηγαίνων — andarilho, seguidor - δυσφημιστήσ — caluniador, depreciador, detrator - devil's advocate (en) - ημερολογιογράφοσ, χρονικογράφοσ — diarista - διευκρινιστήσ — discriminador - αντικαθεστωτικός, αντιφρονών — dissidente - ζωντοχήρα — divorciada - διπλός πράκτορας — agente duplo - αξιοπρεπήσ κυρία, χήρα, χήρα κληρονόμοσ — viúva dotada - εργάτησ δημόσιων έργων, εργάτησ εισ δημόσια έργα, σκαφτιάσ — escavadeira mecânica, máquina de escavar - burro - ganhador - ectomorph (en) - ególatra, egotista - emancipador, libertador - απόδημος, μετανάστης, ξενιτεμένος — emigrante - απεσταλμένοσ — emissário, enviado - δελεάστρια, ξεμυαλίστρα — sedutora, tentadora - ωραιολάτρησ — esteta - ευνούχοσ — eunuco - εξοχότητα — excelência - usuário, utilizador, użytkownik - δημιουργός, ιδρυτής — pai - πεθερόσ - burd, female child, girl, little girl (en) - παραγωγός — cineasta - επιπόλαιο κοράσιο, επιπόλαιο κορίτσι, μυγοσκοτώστρα, νεοσσόσ, πουλάκι — açoitador, caça-moscas, pedigoto, perdiz nova, pessoa petulante - κόλακας — adulador, lisonjeiro - αλλοδαπός, ξένη, ξένος — estrangeiro - freelance - σκουπιδιάρης — lixeiro - γκέισα — gueixa - geezer (en) - author, generator, source (en) - γολιάθ — golias - Αλφονσος, ζιγκολό, συνοδόσ υπό πληρωμή, συντηρούμενοσ από γυναίκα — gigolô - δεσποινίς, κοπέλα, κοπελιά, κορίτσι — garota, jovem senhora, menina, moça, rapariga - Girl Scout (en) - βαφτισιμιά, βαφτισιμιός, βαφτιστήρα, βαφτιστήρι - afilhada - afilhado - galanteador, mulherengo, pessoa inútil - good guy (en) - σαμαρείτησ — samaritano - governor general (en) - νεκροθάφτης — coveiro - tio-avô - griot (en) - groupie (en) - alabardeiro - burro - amador de bricolage, faz-tudo - enforcer, hatchet man (en) - καπελάς — chapeleiro - επικεφαλής, προϊστάμενος, πρόεδρος — chefe - αρχηγός κράτους — chefe de Estado - ακροατήσ — auditório, ouvinte - bushwhacker, hillbilly, lout (en) - comilão, glutão - οικοδέσποινα, οικοδεσπότης — anfitrião, hóspede, hospedeiro - γυναίκα, νοικοκυρά — dona de casa, dona-de-casa - φιλάνθρωποσ — humanitário - εικονοκλάστης, εικονομάχοσ — iconoclasta - ανίκανος, βλάκας, γάϊδαρος, διανοητικά καθυστερημένος, ηλίθιος, ιδιώτης, κουτός, μικρόνους, χαζός, χοντροκέφαλος — asno, besta, burro, convencido/tolo, cretino, cú, estúpido, idiota, imbecil, jumento, palerma, parvo, tolo - αμαθήσ, βλάκασ — burro, estúpido, ignorante - ερεθιστήσ — agitador - επαναστατημένος, στασιαστής — amotinado, rebelde, revoltoso, revolucionário - εισβολέας, καταπατητής, παραβάτησ, παρείσακτος — intruso, invasor - εισβολέας — invasor - pau pra toda obra - επιστάτης, θυρωρός — porteiro - γρουσούζησ, ιώνασ — infeliz, pessoa que traz má sorte - Jr. - bigwig, kingpin, top banana (en) - οικογένεια, σόι — parente - «ξερόλας», παντογνώστης, πολύξερος — sabichão - παράταιρο στοιχείο — elemento estranho, suplente - trabalhador, trabalhador manual - κορίτσι — rapariga - retardatário - ο μη ειδικός - ναυαγοσώστης — salva-vidas - faroleiro - μικρή αδερφή - παρατηρητής, σκοπός, φρουρός — sentinela, vigia - άνθρωπος αδύνατος, άνθρωπος που δυναστεύεται από άλλους, αδύνατος — desfavorecido, freguês, patinho - αγροίκος, χοντράνθρωπος — estúpido - προσωπικότητα, σπουδαιότητα, φωστήρ, φωστήρασ, φωτοβόλο σώμα, φωτοδότησ — estrela, notabilidade - light (en) - ενεδρεύων — gatuno, ladrão, larápio - μάνα, μαμά, μητέρα — mãe, mamA, mamã, mamãe - machine (en) - αρχιοικονόμοσ — mordomo - άντρας - άνδρας - man (en) - αδώνησ, αστεροειδήσ αδώνησ — adônis - άνθρωπος — homem - homem - ηθικολόγος — cão que ladra não morde, disciplinador - δάσκαλος, καθηγητής, μάστορας, τεχνίτης — mestre - fellow member, member (en) - αγγελιαφόρος, αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, μαντατοφόρος, ξεναγός, συνοδός ομάδας τουριστών — estafeta, guia, mensageiro - portador - Dago, metic (en) - aspirante de marinha - miles gloriosus (en) - μισάνθρωποσ — misantropo - κύριος — senhor - ήρωας, μοντέλο, πρότυπο, υπόδειγμα — modelo - Monsieur (en) - εργολάβος κηδειών — agente funerário, cangalheiro, gerente de casa funerária, papa-defunto - mother-in-law, mum-in-law (en) - μουζίκοσ, ρώσσοσ χωρικόσ - συνονόματος — homónimo - ανιστορητής, αφηγητής, αφηγητής ιστορίας — contador, narrador - ματαιώτησ — obstrucionista - νεοφερμένος — recém-chegado - avarento, avaro - nightbird, nighthawk, night owl (en) - αμερικανάκι, κουτορνίθι — parvo, pessoa simplória - αρχάριος, δόκιμος μοναχός, πρωτάρης — aprendiz, iniciante, novato, noviço, principiante - νυμφίδιο - antique, gaffer, old geezer, oldtimer, old-timer (en) - αυτός που χειραγωγεί και εκμεταλλεύεται τους άλλους, χειριστής — manipulador, operador - opium addict, opium taker (en) - oculista, ótico - ρήτορας — orador - orphan (en) - απόβλητος, απόκληρος, παρίας — pária - επιστάτης — feitor, supervisor - ιδιοκτήτης, κάτοχος — dono, possessor, possuidor, proprietário - γονιός, κηδεμόνας — pai/mãe - Member of Parliament, Parliamentarian (en) - party girl (en) - patron, sponsor, supporter (en) - πολιούχος, προστάτης άγιος — santo padroeiro - αγροίκος, βάρβαρος άνθρωπος — bárbaro, grosseirão - pencil pusher, penpusher (en) - περφεξιονιστής, τελειομανής — perfeccionista - πείθων - fariseu - αλτρουιστής, φιλάνθρωπος — filantropo - φίλος από τα παιδικά χρόνια — companheiro - πορνογράφος — pornógrafo - επαγγελματίασ — clínico, médico, trabalhador - απατεών, μπαγαποντιά - προκάτοχος, πρόδρομος — antecessor, precursor, predecessor - πρόεδρος, πρόεδρος της δημοκρατίας - θέση προέδρου, πρόεδρος — director, presidência, presidente - prince charming (en) - processor (en) - επαγγελματίας — profissional - εργάτης — proletário, trabalhador - ''colloquial:'' πουτάνα, ιερόδουλη, πουτάνα, πόρνη, πόρνος, τσουλί, τσούλα — prostituta, puta - falar - πυγμαίος — pigmeu - λεπτολόγοσ, φιλόψογοσ — sofista - raridade - cracker, redneck (en) - επιδιορθωτής — reparador, técnico - εκπρόσωπος — representante - ερευνητής — investigador, pesquisador - reformado - έμπιστος — braço direito - αγωνιζόμενος, αμφισβητίας, αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνισμός, ανταγωνιστής, διεκδικητής, υποψήφιος — competidor, concorrência, desafiador, rival - αγύρτησ, απατεώνας, κατεργάρης — malandrete, vigarista - σύνοικοσ — companheiro de quarto - μικρόσωμο ζώο, νάνοσ, νανώδεσ ζώο — tronco de couve - ταμπού — tabu, vaca sagrada - Pai Natal, Papai Noel - σατράπης — sátrapa - διαδίδων σκάνδαλα, κουσκουσούρησ, κουτσομπόλησ — difamador, maldizente, mexeriqueiro - αποδιοπομπαίος τράγος, εξιλαστήριο θύμα — bode expiatório - μαθήτρια, μαθητής — escolar, pupila, pupilo - schoolgirl (en) - ευρίσκων τον δρόμο — decalcador, descobridor, guia, pesquisador - Sea Scout (en) - μυστικός πράκτορας - άτομο ηλικίας μεταξύ 70 και 79 χρόνων — septuagenário, setuagenária - άποικος — colono - shiksa, shikse (en) - διαβιβαστής, σηματωρός — agulheiro, sinaleiro - αγαθιάρης, χαζός — simplório - κύριε — senhor, Sir - αδερφή — irmA, irmã, muito obrigada, muito obrigado - εύκολος στόχος — alvo fácil - ακροβοληστήσ - εξειδικευμένος εργάτης — trabalhador especializado, trabalhador qualificado - δούλα — criada - λουφαδόρος, φυγόπονοσ — mandrião - μοχθών, υποτακτικός — escravo, viciada em trabalho - υπνοβάτης — sonâmbulo - anjo, beleza, formosura - αγόρι — filho - περπατημένος — homem de experiência - ομιλητής — locutor - θεατής — espectador, vigia - Fungi, fungus kingdom, kingdom Fungi (en) - pessoa irascível - καταθλιπτικός, ξενέρωτος — desmancha-prazeres - εκπρόσωπος — porta-voz - voz - parte interessada - αναπληρωτής, αντικαταστάτης, ενισχύσεις, εφεδρικές δυνάμεις, υποκατάστατο, υποκατάστατος — dobro, substituto - προγονή, προγονός — nora - παραγυιόσ, πρόγονοσ — a, enteada, enteado - άγνωστος, άλλος, ξένος — estranho - prostituta, puta, vadia - άντρακλας — homem macho, machão - κατώτερος, υφιστάμενος — subordinado - διάδοχος — sucessor - γυναίκα που κυοφορεί το παιδί κάποιας άλλης, δανεική μητέρα — mãe-substituta - survivor (en) - επιζών — sobrevivente - συκοφάντησ, χαμερπήσ κόλαξ — puxa-saco, sicofanta - έμπειρος σε θέματα τακτικής — estratega, táctico - filão, parasita - mandante - mate, teammate (en) - technician (en) - interino - πειρασμός, πλάνος — tentador - μάστιγα, φόβος και τρόμος — diabrete, flagelo - scrag, skin and bones, thin person (en) - νήπιο, πιτσιρίκι — criança que começa a andar, criancinha - βασανιστής — torcionário - εκπαιδευόμενος — estagiário, pessoa em treinamento - αλήτης — vagabundo - reship, transfer, transferee (en) - μπελαλής, ταραξίασ, ταραχοποιός — desordeiro, gerador de conflitos - δακτυλογράφοσ — datilógrafo - patinho feio - αλητάκι, χαμίνι — puto - χρήστης — utilizador - ξεναγός, ταξιθέτης — guia, porteiro - η αγαπημένη, ο, ο αγαπημένος — cartão do dia dos namorados, namorado - vegan (en) - αξιωματούχος, πολύ σημαντικό πρόσωπο — dignitário, figura - εθελωντήσ φρουρόσ - παλιάνθρωπος — patife, vilão - επισκέπτης, καλών — visita - αλεπού, αλουπού, δύστροπη γυναίκα, θηλειά αλώπηξ, θηλυκή αλεπού, στρίγγλα — raposa - ηδονοβλεψίασ — mirão - πλύστρα — lavadeira - γλεντών — beberrão, farrista - φρουρός ασφαλείας — guarda - τροφός — ama, ama de leite - χήρα — viúva - χήρος — viúvo - Κα, κυρία — senhora, senhora dona, Sra - mulher - γυναίκα - γυναικάς, μουρντάρησ — mulherengo, namorador, paquerador, provocador - wonder woman (en) - εργάτησ, κατασκευαστήσ — fabricante - βλάχος, επαρχιώτης, χωριάτης — campónio - άνθρωπος - νέος, νεανίσκος, νεαρός, παλληκαράκι — jovem, rapaz - γιάπης — yuppie - zoo keeper (en) - Boone, Daniel Boone (en) - Bride, Bridget, Brigid, Saint Bride, Saint Bridget, Saint Brigid, St. Bride, St. Bridget, St. Brigid (en) - Χρήστος, Χριστόφορος — Cristóvão - Edison, Thomas Alva Edison, Thomas Edison (en) - Fulton, Robert Fulton (en) - Leakey, Mary Douglas Leakey, Mary Leakey (en) - Leakey, Richard Erskine Leakey, Richard Leakey (en) - Παναγία — Nossa Senhora - Naomi, Noemi (en) - Patrick, Saint Patrick, St. Patrick (en)[Domaine]
-