Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
θηλυκό — fêmea - θαλασσινό, θαλασσινό θηλυκού γένους - dam (en) - κοριτσίστικη, κοριτσίστικο, κοριτσίστικος — jovem - shelduck (en) - αγελάδα — vaca - ενήλικο θηλυκό ελαφιού, θηλυκό ελαφιού, κουνελιού ή λαγού — fêmea, fêmea do veado, veado fêmea - λέαινα, λιονταρίνα — leoa - θηλυκιά τίγρης — tigre fêmea - βασίλισσα κυψέλης - φοραδίτσα — égua - γουρούνα — porca - cow, moo-cow (en) - αμνάδα, αρνάδα, προβατίνα, πρόβατο — carneiro, ovelha - κριάρι — aríete, carneiro - γίδα, κατσίκα, τράγος — bode, cabra - Θεά — Deusa - Jewess (en) - Αγγλίδα - κηδεμόνασ — governanta - μοιχαλίδα, μοιχαλίσ — adúltera - μπαλαρίνα — bailarina - καλλονή, ωραία γυναίκα — mulher bela - νεόνυμφοσ — recém-casado - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνή — intelectualóide - επιχειρηματίη — empresária, mulher de negócios - κόρη — moça - δεύτερη σύζυγος, παλλακίδα, παλλακίσ — concubina - κόμισσα, σύζυγος κόμη — condessa - κοπέλα φωτογραφίας που στολίζει τον τοίχο, φωτογραφία όμορφης κοπέλας που στολίζει τον τοίχο — foto de cartaz, vedete de cartaz - cow (en) - dairymaid, milkmaid (en) - νύφη - demimondaine (en) - ζωντοχήρα — divorciada - αξιοπρεπήσ κυρία, χήρα, χήρα κληρονόμοσ — viúva dotada - αυτοκράτειρα — imperatriz - δελεάστρια, ξεμυαλίστρα — sedutora, tentadora - burd, female child, girl, little girl (en) - γκέισα — gueixa - afilhada - ανάδοχοσ, νονά — madrinha - γυναίκα, νοικοκυρά — dona de casa, dona-de-casa - γυναίκα με τίτλο ευγενείας, ευγενήσ κυρία, σύζυγος ή χήρα ευγενούς — baronesa, senhora - μοντέλο - mother-in-law, mum-in-law (en) - νυμφίδιο - party girl (en) - πριμαντόνα — primadona - βασιλοπούλα, ηγεμονίδα, ηγεμονίσ, πριγκήπισσα, πριγκίπισσα — princesa - princesa herdeira - salesgirl, saleslady, saleswoman (en) - schoolgirl (en) - αδελφή, καλογριά, καλόγρια, μοναχή — irmA, irmã, soror - ανδραδέλφη, γυναικαδέλφη, κουνιάδα - δούλα — criada - anjo, beleza, formosura - προγονή, προγονός — nora - αεροσυνοδός — aeromoça, comissária, comissária de bordo, hospedeira de bordo, hospedeira do ar - αγοροκόριτσο — maria-rapaz - αλεπού, αλουπού, δύστροπη γυναίκα, θηλειά αλώπηξ, θηλυκή αλεπού, στρίγγλα — raposa - πλύστρα — lavadeira - τροφός — ama, ama de leite - χήρα — viúva - Κα, κυρία — senhora, senhora dona, Sra - wonder woman (en)[Domaine]
-