» 

dicionario analógico

θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος, παραγωγόςempresário - βοηθός, εργαζόμενος, υπάλληλοςauxiliar, empregado - αυτόπτης μάρτυραςtestemunha ocular - trabalhador - αντιρρησίας συνείδησηςobjector de consciência - γυναίκα, η σύζυγος, συμβία, σύζυγοςcónjuge, esposa, esposo, marido, mulher - επιστήμοναςcientífico, cientista - μισογύνησ - unemployed person (en) - εργοδότηςempregador - exhibitionist, show-off (en) - έξαρχοσ, αντιπρόσωποσ του πάπαdelegado, embaixador, legado, núncio apostólico - διαγωνιζόμενος, -ον, -ουσα, συμμέτοχος, συμμετέχωνparticipante - ταξιδιώτης - χριστόσcristo - Leakey, Louis Leakey, Louis Seymour Bazett Leakey (en) - Μάτα Χάρι - αγοροκόριτσοmaria-rapaz - αναίσθητος, εξόφθαλμος, ηλίθιος, χοντροειδής, χοντρόπετσοςcrasso, grosseiro - κυνικόςcínico, ecínico - μεσσιανικόσ - conjugal family, nuclear family (en) - família grande - νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικόagregado familiar - λαός, πληθυσμόςpopulação - μισθωτοί χειροκροτητέσclaque - fandom (en) - Cain (en) - αιτών, υποψήφιοςcandidato - ευεργέτηςbenfeitor - κοινός θνητόςplebeu - επικοινωνώνcomunicador, transmissor - φοβητσιάρης, φοβιτσιάρηςcobarde - δημιουργόςcriador - προστάτης, υπερασπιστής, φύλακαςguardião, protector - ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίσταςexperto, perito - παρατηρητήςobservador - precursor - δουλεύτης, εργάτης, εργαζόμενος, υπάλληλος - κηδεμόνασgovernanta - acusador, acusante - άσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνοςás, especialista, virtuoso - θαυμαστής, λάτρηςadmirador - νεαρόςrapaz - μοιχόσadúltero - μοιχαλίδα, μοιχαλίσadúltera - αντίπαλος, ανταγωνιστήςadversária, adversário, antagonista - σύμβουλοςassessor, conselheiro, consultor - συνήγορος, υπέρμαχοςadvogado, defensor - αντιπρόσωπος, μυστικός πράκτοραςagente - αντιπρόσωπος λογοτεχνών - προβοκάτορασincitadora, instigadora - ταραχοποιόςagitador - λευκίτησalbino, albino/albina - Ali Baba (en) - υποστηρικτής, χρηματοδότηςfinanciador - μαθητευόμενοςaprendiz, estagiário - κάθαρμα, πρόστυχοςfilho da puta - θεία, θείτσαtia, titi - οικιακή βοηθόσ - αυθεντίαautoridade - auto-mechanic, automobile mechanic, car-mechanic, grease monkey, mechanic (en) - ayah (en) - cavalheiro hindu, senhor - νήπιο, νεογνό, πολύ μικρό παιδίbebé, infante, pequenino - μπέιμπι σίτερ, φύλακασ νήπιωνama, babá, babysiter, baby-sitter - bad guy (en) - θεματοφύλακασdepositário, fiador - παιδίοcriança - ball boy, ball girl (en) - μπεγκούμbegume - καλλονή, ωραία γυναίκαmulher bela - melhor amigo - Big Brother (en) - bigot (en) - σπουδαίο πρόσωποfigurão, mandachuva, pessoa importante, pessoa influente - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνήintelectualóide - βαρκάρηςbarqueiro - μισθωτήςalugador - ευταξίασ ποτοπολείουleão-de-chácara - αγόρι, νεαρός, παιδί, παλικαράκιbaixinho, catatau, fedelho, garotinho, garoto, guri, infante, mancebo, menino, mocinho, moleque, petitinho, petiz, piquiticu, pivete, rapaz, rapazinho, rapazote - αγόρι, εραστήςamante - arrimo de família, sustento - παλιόφιλος, στενός φίλος, φιλαράκιcompanheiro, compincha, íntimo - αλλοτριοπραγμών, ανακατωσούρησindivíduo, pessoa intrometida - αρχιυπηρέτησ, μπάτλερ, οικονόμοσmaître, maître d'hôtel - απλός θεατήςespectador - δόκιμος, μαθητής στρατιωτικής σχολήςcadete - καλλιγράφοςcalígrafa, calígrafo - κομιστής, φορέαςportador - υπέρμαχος, υπερασπιστήςdefensor - γραμματέαςprimeiro-ministro - προσωπικότηταexcêntrico - πολυλογάςfalador, tagarela - somítico - ανήλικος, γιος ή κόρηcriança, menor, menor de edade, miúdo - παιδί, τέκνοcriança, filha, filho, menina, menino - βρέφος, μωρό, παιδίbebé, bebê - choragus (en) - καρόιδο, χάνοςchupador, sugador - ένα τίποτα, ασήμαντο πρόσωποzé-ninguém - καθαριστήςlavador - κόρηmoça - γίγαντας, τιτάναςgigante - σύμβουλοςvereador - δεύτερη σύζυγος, παλλακίδα, παλλακίσconcubina - διασύνδεση - γνώστης, ειδήμων, ειδικός, κπ. που έχει την ικανότητα να κρίνει, κριτήςconhecedor, entendido, experto, juiz, perito - μιμητήςimitador, macaquice - redator, redatora publicitária - cow (en) - άτομο, πλάσμαcriatura, pessoa, ser - άπειρος, αρχάριος, νεοφερμένος - λυκόπουλο, νεαρός πρόσκοποςlobinho - έφορος μουσείουconservador, curador - φύλακαςguarda, guardião - bionic man, bionic woman, cyborg (en) - κυνικόςcínico, ecínico, pessoa que vê defeito em tudo, sujeito crítico - μπαμπάς, πατέραςpai, papá, papai - άνθρωπος θερμοκέφαλοςimpetuoso - θυγατέρα, κόρηfilha - δυσφημητήσ, συκοφάντησcaluniador - δημαγωγόσdemagogo - demimondaine (en) - πηγαίνωνandarilho, seguidor - δυσφημιστήσcaluniador, depreciador, detrator - devil's advocate (en) - ημερολογιογράφοσ, χρονικογράφοσdiarista - διευκρινιστήσdiscriminador - αντικαθεστωτικός, αντιφρονώνdissidente - ζωντοχήραdivorciada - διπλός πράκτοραςagente duplo - αξιοπρεπήσ κυρία, χήρα, χήρα κληρονόμοσviúva dotada - εργάτησ δημόσιων έργων, εργάτησ εισ δημόσια έργα, σκαφτιάσescavadeira mecânica, máquina de escavar - burro - ganhador - ectomorph (en) - ególatra, egotista - emancipador, libertador - απόδημος, μετανάστης, ξενιτεμένοςemigrante - απεσταλμένοσemissário, enviado - δελεάστρια, ξεμυαλίστραsedutora, tentadora - ωραιολάτρησesteta - ευνούχοσeunuco - εξοχότηταexcelência - usuário, utilizador, użytkownik - δημιουργός, ιδρυτήςpai - πεθερόσ - burd, female child, girl, little girl (en) - παραγωγόςcineasta - επιπόλαιο κοράσιο, επιπόλαιο κορίτσι, μυγοσκοτώστρα, νεοσσόσ, πουλάκιaçoitador, caça-moscas, pedigoto, perdiz nova, pessoa petulante - κόλακαςadulador, lisonjeiro - αλλοδαπός, ξένη, ξένοςestrangeiro - freelance - σκουπιδιάρηςlixeiro - γκέισαgueixa - geezer (en) - author, generator, source (en) - γολιάθgolias - Αλφονσος, ζιγκολό, συνοδόσ υπό πληρωμή, συντηρούμενοσ από γυναίκαgigolô - δεσποινίς, κοπέλα, κοπελιά, κορίτσιgarota, jovem senhora, menina, moça, rapariga - Girl Scout (en) - βαφτισιμιά, βαφτισιμιός, βαφτιστήρα, βαφτιστήρι - afilhada - afilhado - galanteador, mulherengo, pessoa inútil - good guy (en) - σαμαρείτησsamaritano - governor general (en) - νεκροθάφτηςcoveiro - tio-avô - griot (en) - groupie (en) - alabardeiro - burro - amador de bricolage, faz-tudo - enforcer, hatchet man (en) - καπελάςchapeleiro - επικεφαλής, προϊστάμενος, πρόεδροςchefe - αρχηγός κράτουςchefe de Estado - ακροατήσauditório, ouvinte - bushwhacker, hillbilly, lout (en) - comilão, glutão - οικοδέσποινα, οικοδεσπότηςanfitrião, hóspede, hospedeiro - γυναίκα, νοικοκυράdona de casa, dona-de-casa - φιλάνθρωποσhumanitário - εικονοκλάστης, εικονομάχοσiconoclasta - ανίκανος, βλάκας, γάϊδαρος, διανοητικά καθυστερημένος, ηλίθιος, ιδιώτης, κουτός, μικρόνους, χαζός, χοντροκέφαλοςasno, besta, burro, convencido/tolo, cretino, cú, estúpido, idiota, imbecil, jumento, palerma, parvo, tolo - αμαθήσ, βλάκασburro, estúpido, ignorante - ερεθιστήσagitador - επαναστατημένος, στασιαστήςamotinado, rebelde, revoltoso, revolucionário - εισβολέας, καταπατητής, παραβάτησ, παρείσακτοςintruso, invasor - εισβολέαςinvasor - pau pra toda obra - επιστάτης, θυρωρόςporteiro - γρουσούζησ, ιώνασinfeliz, pessoa que traz má sorte - Jr. - bigwig, kingpin, top banana (en) - οικογένεια, σόιparente - «ξερόλας», παντογνώστης, πολύξεροςsabichão - παράταιρο στοιχείοelemento estranho, suplente - trabalhador, trabalhador manual - κορίτσιrapariga - retardatário - ο μη ειδικός - ναυαγοσώστηςsalva-vidas - faroleiro - μικρή αδερφή - παρατηρητής, σκοπός, φρουρόςsentinela, vigia - άνθρωπος αδύνατος, άνθρωπος που δυναστεύεται από άλλους, αδύνατοςdesfavorecido, freguês, patinho - αγροίκος, χοντράνθρωποςestúpido - προσωπικότητα, σπουδαιότητα, φωστήρ, φωστήρασ, φωτοβόλο σώμα, φωτοδότησestrela, notabilidade - light (en) - ενεδρεύωνgatuno, ladrão, larápio - μάνα, μαμά, μητέραmãe, mamA, mamã, mamãe - machine (en) - αρχιοικονόμοσmordomo - άντρας - άνδρας - man (en) - αδώνησ, αστεροειδήσ αδώνησadônis - άνθρωποςhomem - homem - ηθικολόγοςcão que ladra não morde, disciplinador - δάσκαλος, καθηγητής, μάστορας, τεχνίτηςmestre - fellow member, member (en) - αγγελιαφόρος, αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, μαντατοφόρος, ξεναγός, συνοδός ομάδας τουριστώνestafeta, guia, mensageiro - portador - Dago, metic (en) - aspirante de marinha - miles gloriosus (en) - μισάνθρωποσmisantropo - κύριοςsenhor - ήρωας, μοντέλο, πρότυπο, υπόδειγμαmodelo - Monsieur (en) - εργολάβος κηδειώνagente funerário, cangalheiro, gerente de casa funerária, papa-defunto - mother-in-law, mum-in-law (en) - μουζίκοσ, ρώσσοσ χωρικόσ - συνονόματοςhomónimo - ανιστορητής, αφηγητής, αφηγητής ιστορίαςcontador, narrador - ματαιώτησobstrucionista - νεοφερμένοςrecém-chegado - avarento, avaro - nightbird, nighthawk, night owl (en) - αμερικανάκι, κουτορνίθιparvo, pessoa simplória - αρχάριος, δόκιμος μοναχός, πρωτάρηςaprendiz, iniciante, novato, noviço, principiante - νυμφίδιο - antique, gaffer, old geezer, oldtimer, old-timer (en) - αυτός που χειραγωγεί και εκμεταλλεύεται τους άλλους, χειριστήςmanipulador, operador - opium addict, opium taker (en) - oculista, ótico - ρήτοραςorador - orphan (en) - απόβλητος, απόκληρος, παρίαςpária - επιστάτηςfeitor, supervisor - ιδιοκτήτης, κάτοχοςdono, possessor, possuidor, proprietário - γονιός, κηδεμόναςpai/mãe - Member of Parliament, Parliamentarian (en) - party girl (en) - patron, sponsor, supporter (en) - πολιούχος, προστάτης άγιοςsanto padroeiro - αγροίκος, βάρβαρος άνθρωποςbárbaro, grosseirão - pencil pusher, penpusher (en) - περφεξιονιστής, τελειομανήςperfeccionista - πείθων - fariseu - αλτρουιστής, φιλάνθρωποςfilantropo - φίλος από τα παιδικά χρόνιαcompanheiro - πορνογράφοςpornógrafo - επαγγελματίασclínico, médico, trabalhador - απατεών, μπαγαποντιά - προκάτοχος, πρόδρομοςantecessor, precursor, predecessor - πρόεδρος, πρόεδρος της δημοκρατίας - θέση προέδρου, πρόεδροςdirector, presidência, presidente - prince charming (en) - processor (en) - επαγγελματίαςprofissional - εργάτηςproletário, trabalhador - ''colloquial:'' πουτάνα, ιερόδουλη, πουτάνα, πόρνη, πόρνος, τσουλί, τσούλαprostituta, puta - falar - πυγμαίοςpigmeu - λεπτολόγοσ, φιλόψογοσsofista - raridade - cracker, redneck (en) - επιδιορθωτήςreparador, técnico - εκπρόσωποςrepresentante - ερευνητήςinvestigador, pesquisador - reformado - έμπιστοςbraço direito - αγωνιζόμενος, αμφισβητίας, αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνισμός, ανταγωνιστής, διεκδικητής, υποψήφιοςcompetidor, concorrência, desafiador, rival - αγύρτησ, απατεώνας, κατεργάρηςmalandrete, vigarista - σύνοικοσcompanheiro de quarto - μικρόσωμο ζώο, νάνοσ, νανώδεσ ζώοtronco de couve - ταμπούtabu, vaca sagrada - Pai Natal, Papai Noel - σατράπηςsátrapa - διαδίδων σκάνδαλα, κουσκουσούρησ, κουτσομπόλησdifamador, maldizente, mexeriqueiro - αποδιοπομπαίος τράγος, εξιλαστήριο θύμαbode expiatório - μαθήτρια, μαθητήςescolar, pupila, pupilo - schoolgirl (en) - ευρίσκων τον δρόμοdecalcador, descobridor, guia, pesquisador - Sea Scout (en) - μυστικός πράκτορας - άτομο ηλικίας μεταξύ 70 και 79 χρόνωνseptuagenário, setuagenária - άποικοςcolono - shiksa, shikse (en) - διαβιβαστής, σηματωρόςagulheiro, sinaleiro - αγαθιάρης, χαζόςsimplório - κύριεsenhor, Sir - αδερφήirmA, irmã, muito obrigada, muito obrigado - εύκολος στόχοςalvo fácil - ακροβοληστήσ - εξειδικευμένος εργάτηςtrabalhador especializado, trabalhador qualificado - δούλαcriada - λουφαδόρος, φυγόπονοσmandrião - μοχθών, υποτακτικόςescravo, viciada em trabalho - υπνοβάτηςsonâmbulo - anjo, beleza, formosura - αγόριfilho - περπατημένοςhomem de experiência - ομιλητήςlocutor - θεατήςespectador, vigia - Fungi, fungus kingdom, kingdom Fungi (en) - pessoa irascível - καταθλιπτικός, ξενέρωτοςdesmancha-prazeres - εκπρόσωποςporta-voz - voz - parte interessada - αναπληρωτής, αντικαταστάτης, ενισχύσεις, εφεδρικές δυνάμεις, υποκατάστατο, υποκατάστατοςdobro, substituto - προγονή, προγονόςnora - παραγυιόσ, πρόγονοσa, enteada, enteado - άγνωστος, άλλος, ξένοςestranho - prostituta, puta, vadia - άντρακλαςhomem macho, machão - κατώτερος, υφιστάμενοςsubordinado - διάδοχοςsucessor - γυναίκα που κυοφορεί το παιδί κάποιας άλλης, δανεική μητέραmãe-substituta - survivor (en) - επιζώνsobrevivente - συκοφάντησ, χαμερπήσ κόλαξpuxa-saco, sicofanta - έμπειρος σε θέματα τακτικήςestratega, táctico - filão, parasita - mandante - mate, teammate (en) - technician (en) - interino - πειρασμός, πλάνοςtentador - μάστιγα, φόβος και τρόμοςdiabrete, flagelo - scrag, skin and bones, thin person (en) - νήπιο, πιτσιρίκιcriança que começa a andar, criancinha - βασανιστήςtorcionário - εκπαιδευόμενοςestagiário, pessoa em treinamento - αλήτηςvagabundo - reship, transfer, transferee (en) - μπελαλής, ταραξίασ, ταραχοποιόςdesordeiro, gerador de conflitos - δακτυλογράφοσdatilógrafo - patinho feio - αλητάκι, χαμίνιputo - χρήστηςutilizador - ξεναγός, ταξιθέτηςguia, porteiro - η αγαπημένη, ο, ο αγαπημένοςcartão do dia dos namorados, namorado - vegan (en) - αξιωματούχος, πολύ σημαντικό πρόσωποdignitário, figura - εθελωντήσ φρουρόσ - παλιάνθρωποςpatife, vilão - επισκέπτης, καλώνvisita - αλεπού, αλουπού, δύστροπη γυναίκα, θηλειά αλώπηξ, θηλυκή αλεπού, στρίγγλαraposa - ηδονοβλεψίασmirão - πλύστραlavadeira - γλεντώνbeberrão, farrista - φρουρός ασφαλείαςguarda - τροφόςama, ama de leite - χήραviúva - χήροςviúvo - Κα, κυρίαsenhora, senhora dona, Sra - mulher - γυναίκα - γυναικάς, μουρντάρησmulherengo, namorador, paquerador, provocador - wonder woman (en) - εργάτησ, κατασκευαστήσfabricante - βλάχος, επαρχιώτης, χωριάτηςcampónio - άνθρωπος - νέος, νεανίσκος, νεαρός, παλληκαράκιjovem, rapaz - γιάπηςyuppie - zoo keeper (en) - Boone, Daniel Boone (en) - Bride, Bridget, Brigid, Saint Bride, Saint Bridget, Saint Brigid, St. Bride, St. Bridget, St. Brigid (en) - Χρήστος, Χριστόφορος Cristóvão - Edison, Thomas Alva Edison, Thomas Edison (en) - Fulton, Robert Fulton (en) - Leakey, Mary Douglas Leakey, Mary Leakey (en) - Leakey, Richard Erskine Leakey, Richard Leakey (en) - ΠαναγίαNossa Senhora - Naomi, Noemi (en) - Patrick, Saint Patrick, St. Patrick (en)[Domaine]

-