Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
στρατιωτική θητεία — serviço - πρόσληψη — emprego - εξακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω παρά τις δυσκολίες — aguentar - απασχολούμαι, δουλεύω — ter emprego - προσωπικό — pessoal - δουλεύτης, εργάτης, εργαζόμενος, υπάλληλος - βοηθός, εργαζόμενος, υπάλληλος — auxiliar, empregado - εργοδότης — empregador[Domaine]
-