» 

dicionario analógico

concretise, concretize (en) - αντιλαμβάνομαιcompreender - βιώνω, ζωexperimentar, viver - αφήνω πίσω, ξεχνάω, ξεχνιέμαι, ξεχνώ, παραφέρομαιesquecer, perder a cabeça - ταυτίζωidentificar - κάνω, καταλαβαίνω, λύνω, ξεδιαλύνωdeslindar, resolver, solucionar - αναλύωanalisar - αναλύω λέξη, αναλύω πρόταση, τεχνολογώanalisar uma palavra - ταξινομώclassificar - ελέγχωverificar - πιστοποιώautenticar - αξίζω, αξιολογώ, εκτιμώavaliar - assumir forma material, materializar, materializar-se - εκτιμώ, εκτιμώ ιδιαίτερα, θεωρώ κπ. ή κτ. πολύτιμο, υπολήπτομαιdar valor, prezar - αποτιμώ, εκτιμώavaliar - decide (en) - εποφθαλμιώambicionar - εννοώ, θέλωtencionar - προτίθεμαι, σκοπεύωtencionar - aim, calculate, direct (en) - συνδέομαι, συνδέω, συσχετίζωassociar, fazer a ligação, ligar, unir - ascertain (en) - επικεντρώνω, εστιάζω, κεντράρωcentrar - concentrar, convergir - αποδέχομαι κτ., δέχομαι υπομονετικά, συμφιλιώνομαιresignar-se - consider, deal, look at, take (en) - μελετώ, σταθμίζω, συζητώponderar - υποπτεύομαι, υποψιάζομαιsuspeitar - χρειάζομαιnecessitar, precisar - introspectivo - συλλαμβάνωconceber - fire up, heat, ignite, inflame, stir up, wake (en) - ανάβω, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι - αρνούμαι να έχω, αψηφώ, καταφρονώ, κοροϊδεύω, περιφρονώdesprezar, menosprezar - αγαπώ, προστατεύω, τρέφω ενδόμυχα την ελπίδαacarinhar, adorar - αγαπώ πάρα πολύ, θαυμάζω πάρα πολύ, λατρεύω, τιμώadorar, idolatrar - σέβομαι, τιμώavaliar, estimar, venerar - προκαλώ φρίκη, σοκάρωescandalizar, horrorizar - αναστατώνω, αποθαρρύνω, διαταράσσω, ξεσηκώνω, ταράζωperturbar - die (en) - λαχταρώ, πεθαίνω, υποφέρωestar mortinho por - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, πτοώ, τρομοκρατώintimidar - εξαγριώνω, εξοργίζωenraivecer - αποσπώ την προσοχή κπ., βάζω στον κόπο, βασανίζω, δαιμονίζω, εισβάλλω, εκνευρίζω, ενοχλώ, εξοργίζω, μπαίνω ανενόχλητος, πάω κόντρα σε κπ., πειράζωincomodar, intrometer-se, irritar - αναστατώνω, απορυθμίζω, αποσυντονίζω, διαταράσσω, εξοργίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, φέρνω σε δύσκολη θέσηembaraçar - μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζωaturdir - εμπλέκομαι σε οικονομικά προβλήματα, ντροπιάζω, προσβάλλω, φέρνω σε δύσκολη θέσηembaraçar, envolver em dificuldades financeiras - απογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ.decepcionar, desapontar - εξευτελίζω, μειώνω, ταπεινώνωabaixar, abater, humilhar, rebaixar - αναπτερώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνωelevar, exaltar, extasiar-se, transportar - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ξαναζωντανεύωanimar, encorajar, estimular, incitar - dishearten, put off (en) - κάνω ευχή - επιθυμώ, εύχομαι, θέλω, λαχταρώdesejar, querer, ter fome de - καίγομαι - προσεκτικός, συνετόςatento, cuidadoso, que não esquece - βρίσκω - γνωστικόςcognitivo - αντίληψη, προσήλωση, προσοχήatenção[Domaine]

-