Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
concretise, concretize (en) - αντιλαμβάνομαι — compreender - βιώνω, ζω — experimentar, viver - αφήνω πίσω, ξεχνάω, ξεχνιέμαι, ξεχνώ, παραφέρομαι — esquecer, perder a cabeça - ταυτίζω — identificar - κάνω, καταλαβαίνω, λύνω, ξεδιαλύνω — deslindar, resolver, solucionar - αναλύω — analisar - αναλύω λέξη, αναλύω πρόταση, τεχνολογώ — analisar uma palavra - ταξινομώ — classificar - ελέγχω — verificar - πιστοποιώ — autenticar - αξίζω, αξιολογώ, εκτιμώ — avaliar - assumir forma material, materializar, materializar-se - εκτιμώ, εκτιμώ ιδιαίτερα, θεωρώ κπ. ή κτ. πολύτιμο, υπολήπτομαι — dar valor, prezar - αποτιμώ, εκτιμώ — avaliar - decide (en) - εποφθαλμιώ — ambicionar - εννοώ, θέλω — tencionar - προτίθεμαι, σκοπεύω — tencionar - aim, calculate, direct (en) - συνδέομαι, συνδέω, συσχετίζω — associar, fazer a ligação, ligar, unir - ascertain (en) - επικεντρώνω, εστιάζω, κεντράρω — centrar - concentrar, convergir - αποδέχομαι κτ., δέχομαι υπομονετικά, συμφιλιώνομαι — resignar-se - consider, deal, look at, take (en) - μελετώ, σταθμίζω, συζητώ — ponderar - υποπτεύομαι, υποψιάζομαι — suspeitar - χρειάζομαι — necessitar, precisar - introspectivo - συλλαμβάνω — conceber - fire up, heat, ignite, inflame, stir up, wake (en) - ανάβω, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι - αρνούμαι να έχω, αψηφώ, καταφρονώ, κοροϊδεύω, περιφρονώ — desprezar, menosprezar - αγαπώ, προστατεύω, τρέφω ενδόμυχα την ελπίδα — acarinhar, adorar - αγαπώ πάρα πολύ, θαυμάζω πάρα πολύ, λατρεύω, τιμώ — adorar, idolatrar - σέβομαι, τιμώ — avaliar, estimar, venerar - προκαλώ φρίκη, σοκάρω — escandalizar, horrorizar - αναστατώνω, αποθαρρύνω, διαταράσσω, ξεσηκώνω, ταράζω — perturbar - die (en) - λαχταρώ, πεθαίνω, υποφέρω — estar mortinho por - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, πτοώ, τρομοκρατώ — intimidar - εξαγριώνω, εξοργίζω — enraivecer - αποσπώ την προσοχή κπ., βάζω στον κόπο, βασανίζω, δαιμονίζω, εισβάλλω, εκνευρίζω, ενοχλώ, εξοργίζω, μπαίνω ανενόχλητος, πάω κόντρα σε κπ., πειράζω — incomodar, intrometer-se, irritar - αναστατώνω, απορυθμίζω, αποσυντονίζω, διαταράσσω, εξοργίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, φέρνω σε δύσκολη θέση — embaraçar - μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω — aturdir - εμπλέκομαι σε οικονομικά προβλήματα, ντροπιάζω, προσβάλλω, φέρνω σε δύσκολη θέση — embaraçar, envolver em dificuldades financeiras - απογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ. — decepcionar, desapontar - εξευτελίζω, μειώνω, ταπεινώνω — abaixar, abater, humilhar, rebaixar - αναπτερώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω — elevar, exaltar, extasiar-se, transportar - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ξαναζωντανεύω — animar, encorajar, estimular, incitar - dishearten, put off (en) - κάνω ευχή - επιθυμώ, εύχομαι, θέλω, λαχταρώ — desejar, querer, ter fome de - καίγομαι - προσεκτικός, συνετός — atento, cuidadoso, que não esquece - βρίσκω - γνωστικός — cognitivo - αντίληψη, προσήλωση, προσοχή — atenção[Domaine]
-