» 

dicionario analógico

αναθέτω καθήκον課する - αναθέτω δυσάρεστη εργασία σε κπ., επιβάλλω, πλήττω, φορτώνω κτ. σε κπ.かする, くわえる, くわす, くわせる, 加える, 押しつける, 科する, 食わす, 食わせる, ~に負わせる - έλεγχος, περιορισμός抑制 - επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω για εξάσκησηいいなおす, おさらいする, くり返す, ふたたびのべる, 再び述べる, 言い直す - εκπλήρωση, εκτέλεση遂行 - επιβολή押しつけ, 苦難 - διεκπεραιώνω, εκπληρώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ実行する, 演じる, 行う, 行なう - ενεργώ行動する - απασχολούμαι με κτ., ασχολούμαι忙しくする - 強調して - εκτελώ, ε πιφέρω, πετυχαίνω, πραγματοποιώ, προκαλώもたらす - εκτελώ, κάνω, ολοκληρώνω行なう, ~してしまう - διεκπεραιώνω片付ける - διαπράττω, κάνωおかす, しでかす, やらかす, 仕出かす, 仕出来す, 為出かす, 為出来す, 犯す, 遣らかす - make (en) - κάνωする - part (en) - author, generator, source (en) - εγγυητήσうけにん, ひきうけにん, ひきとりにん, ほしょうにん, 保証人, 引取人, 引受人, 請け人 - κυνηγόςりょうし, 猟師 - εφευρέτηςかいそ, がんそ, そうあんしゃ, はつめいか, はつめいしゃ, 元祖, 創案者, 発明家, 発明者, 開祖 - εκμισθωτήςちんたいにん, 賃貸人 - ενεδρεύων - ανιστορητής, αφηγητής, αφηγητής ιστορίαςかたりて, わしゃ, ナレーター, 話し手, 話者, 語り手 - αυτός που χειραγωγεί και εκμεταλλεύεται τους άλλους, χειριστής巧みに扱う人, 操作する人 - διαγωνιζόμενος, -ον, -ουσα, συμμέτοχος, συμμετέχων参加者 - διάδικος, κόμμα, συμβαλλόμενος政党 - ένοχοςざいにん, ちょうほんにん, つみびと, はんざいしゃ, ひこく, 張本人, 犯人, 犯罪者, 罪人, 被告 - πείθων - αλτρουιστής, φιλάνθρωποςあいたしゅぎしゃ, じぜんか, はくあいか, はくあいしゅぎしゃ, りたしゅぎしゃ, 利他主義者, 博愛主義者, 博愛家, 愛他主義者, 慈善家 - ενάγωνげんこく, こくそにん, こくはつしゃ, そしょうにん, もうしたてにん, 原告, 告発者, 告訴人, 申し立て人, 申立人, 訴訟人 - δηλητηριαστής毒殺者 - reader, subscriber (en) - πειρασμός, πλάνος誘惑者 - θεωρητικόςりろんか, 理論家 - βασανιστής - ανιχνευτήσ, ιχνηλάτησ - χρήστηςJpan, ユーザ , 使用者 - παράγοντας作用物, 行為者[Domaine]

-