» 

dicionario analógico

αυτοτέλεια, ελευθερίαindependência, liberdade - δημοψήφισμαplebiscito - φασισμόςfascismo - εκπλήρωση, εκτέλεσηdesempenho, execução - αποδοχή, υιοθεσίαadopção - εκλογή, επιλογήeleição - επανεκλογή, που ο είναι μισός από κτ.reeleição, semi- - δημοψήφισμαplebiscito, referendo - ψήφος, ψηφοφορίαvoto - βουλευτικές εκλογέςeleições gerais - eleição primária - ψήφιση, ψηφοφορίαeleição, eleições, votação, voto - votação secreta - veto (en) - σταθεροποιώestabilizar - αυτός που διεξάγει μια εκστρατεία, εκστρατεύωνque faz campanhas - κάτοικος, πολίτηςcidadão - επιβολή, εφαρμογήexecução - αρχές, διακυβέρνηση, εξουσία, κυβέρνηση, κυριαρχίαgoverno - abolicionista - ελεύθερος πολίτηςcidadão de estado livre, homem livre - έθνος, λαόςpovo - μεταναστεύωemigrar - δέχομαι με ενθουσιασμόaceitar - terrorismo - προεκλογική εκστρατεία, προεκλογικός αγώνας, υποψηφιότηταcandidatura - εγγυώμαιgarantir - κοινωνικός έλεγχος - sanction (en) - διακυβέρνησηgoverno - επιβολήimposição - κοινωνικοποίηση - ανατροφήeducação - ανάθεσηrelegação - εξάντληση, φτώχειαempobrecimento - κατευνασμόςapaziguamento - ειρήνευση - διεθνοποίηση - διάκρισηdiscriminação, favoritismo - νομενκλατούρα - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - νεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενείαnepotismo - ρατσισμόςracismo - sexismo - antifeminism, chauvinism, male chauvinism (en) - πρότυπα, τυποποίησηnormalização, uniformização - σταθεροποίησηestabilização - αντίστασηresistància, resistência - μάχομαι για, προασπίζω, υπερασπίζομαιdefender - δράση - στήριξη, συμπαράσταση, υποστήριξηapoio - συνηγορία, υπεράσπισηadvocacia, apoio dado - αιγίδα, προστασίαproteção, protecção - χορηγία, χρηματοδότησηpatrocínio - επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, υποστήριξηaprovação - έγκρισηaprovação - εκδημοκρατισμόςdemocratização - συμμετοχήparticipação - περιβάλλωcoroar, entronizar - certify, endorse, indorse (en) - vote (en) - φιλελευθεροποιώ - εκπροσωπώrepresentar - άρχω , εξουσιάζω, κυβερνώ governar, reinar - grind down, tyrannise, tyrannize (en) - αστικόςcitadino, cívico, civico -a, metropolitano, municipal, urbano - φασίστας, φασιστικόςfascista - πατριωτισμόςpatriotismo - defence policy, defence program, defense policy, defense program (en) - Χαρτισμός - πολιτικές επιστήμεςciência política - γεωπολιτικήgeopolítica - αναρχισμόςanarquismo - Machiavellianism (en) - centrism, moderatism (en) - συντηρητικότητα, συντηρητισμόςconservadorismo - reaction (en) - δημοκρατικότητα, δημοκρατισμός - social democracy (en) - ελιτισμός - αδιαλλαξία, εξτρεμισμόςextremismo - ομοσπονδιακό σύστημα, φεντεραλισμόςfederalismo - νεοφιλελευθερισμός - libertarianism (en) - μοναρχισμόσ, μοναχικόσ βίοσmonarquismo - Negritude (en) - progressivism (en) - ριζοσπαστισμόςradicalismo - δημοκρατισμός, ρεπουμπλικανισμόςrepublicanismo - ουτοπικός σοσιαλισμός - μιλιταρισμόσ, στρατοκρατίαmilitarismo - πολιτική, πρόγραμμα - social policy (en) - παροχή ευκαιριών σε μειονότητεςação afirmativa - política externa - interference, intervention (en) - noninterference, nonintervention (en) - manifest destiny (en) - απομονωτισμόςisolacionismo - Monroe Doctrine (en) - Truman doctrine (en) - διαφωνία, διαφωνία με το καθεστώςdissidência - δημόσια επίσημη συζήτησηdebate - έναρξη, εγκατάσταση, ορκωμοσίαinstalação - ενθρόνιση, στέψηcoroação - ανταγωνισμός πολεμικών εξοπλισμώνcorrida armamentista - εκστρατεία, καμπάνια, πολιτική καμπάνια - Exército Republicano Irlandês, IRA - Tammany, Tammany Hall, Tammany Society (en) - British Commonwealth, Commonwealth of Nations (en) - βασιλική αυλή, οι αυλικοίcorte - government-in-exile (en) - τοπική αυτοδιοίκηση - έθνος, κόσμος, λαός, σώμα πολιτώνpovo - εκλογείς, εκλογικό σώμαeleitorado - γερουσίαsenado - Senate, U.S. Senate, United States Senate, US Senate (en) - Câmara dos deputados - Βουλή των ΚοινοτήτωνCâmara Baixa, Câmara dos comuns - Βουλή των Λόρδων - νομοθετικό σώμαlegislativo, legislatura - legislative council (en) - Ελεύθερος Κόσμος - Τρίτος Κόσμοςterceiro mundo - κράτος, πατρίδα, πολιτεία, χώραnação, país - Ναζιστική Γερμανία, Τρίτο Ράιχ - member (en) - σύμμαχοιaliados - Arab League (en) - Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκη ΚοινότηταCEE, Comunidade Econômica Européia, União Europeia - ΝΑΤΟ, ΟΒΣ, Οργάνωση των Χωρών του Βορειοατλαντικού ΣυμφώνουOrganização do Tratado do Atlântico Norte, OTAN - Οργάνωση Αμερικάνικων Κρατών - OPEC - δύναμηpotência mundial, superpotência - cidade-estado - κράτος, πολιτεία - μάζα, όχλοςmassa - AFL-CIO, American Federation of Labor and Congress of Industrial Organizations (en) - εκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμαcírculo eleitoral - colégio eleitoral - πολιτική μηχανή - λαϊκό μέτωπο - διεθνής οργανισμός - ΚΑΚ, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων ΚρατώνCEI - Ηνωμένα Έθνη, Οργανισμός Ηνωμένων ΕθνώνOrganização das Nações Unidas - ομοσπονδίαconfederação - ομοσπονδίαfederação - ένωση - αίθουσα, τμήμα της Βουλήςcâmara - βουλή, κοινοβούλιο - Knesset, Knesseth (en) - Oireachtas (en) - συνδικαλισμόσsindicalismo - cadre, cell (en) - resistance, underground (en) - república - ηγεμονίαhegemonia - ολιγαρχίαoligarquia - πλουτοκρατίαplutocracia - τεχνοκρατία - μοναρχίαmonarquia - διαρχίαdiarquia - αποικίαcolónia, colônia - αντιπροσωπεία, επιτροπήdelegação - missão diplomática - δικτατορία, η εξουσία του δικτάτορα, ολοκληρωτισμόςautoritarismo, despotismo, ditadura, tirania - αστυνομικό κράτος, αστυνόμευσηestado policial - κίνημαmovimento - παράταξη - Age of Reason, Enlightenment (en) - bairro, burgo, cidade - rotten borough (en) - English, English people (en) - Γάλλοιfranceses - διαχειριστής, διοικητικό στέλεχοςadministrador, executivo - δημοτικόσ σύμβουλοσvereador - αναρχικός, συνδικαλιστήσanárquico, anarquista - απόστολοσapóstolo - Blimp, Colonel Blimp (en) - αντιβασιλικός, δημοκράτης, δημοκρατικόςdemocrata - αποστάτης, αρνησίθρησκος, δειλόςapóstata, caçador de ratos - Γενίτσαροι, γενιτσάροσjanízaro - εθνικιστής, πατριώτηςpatriota, patriótico - πολιτικός, πολιτικός άνδραςhomem político, política - νομάρχηςprefeito - δεξιόςdireitista - αποστάτησsecessionista, separatista - Secretary General (en) - κοινωνικόσ λειτουργόσassistente social - προεδρεύων - σουφραζέτα, υποστηρίκτρια γυναικείας ψήφου, υποστηρίκτρια της γυναικείας ψήφουsufragista - union representative (en) - εκλογέας, ψηφοφόροςconstituinte, eleitor, votante - Malcolm Little, Malcolm X (en) - απόλυτη πλειοψηφία, πλειοψηφίαmaioria - δημόσιο αξίωμα - peace (en) - αναρχία, αταξίαanarquia - εμπόλεμη κατάσταση - ψυχρός πόλεμοςguerra fria - ανεξαρτησία, αυτονομίαindependência - αυτάρκεια, αυτοδυναμία, αυτοπεποίθησηauto-suficiência[Domaine]

-

 


   Publicidade ▼