Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
μαζεύω — faire aboutir - κάνω — rendre - αλλάζω — altérer, changer, modifier - έναυσμα, μύηση — déclenchement, déclencheur, initiation - επίδραση, επενέργεια — influence - συμβάλλων, συντελεστικόσ, συντελών — contributif, favorable - αίτιοσ — responsable - καταλήγω, καταντώ — achever, arriver, finir par, retrouver, se retrouver, terminer - δίνω τη δυνατότητα, καθιστώ — activer, autoriser, permettre - αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία — abasourdir, déconcerter - δρω, επιδρώ — influencer - ανταποκρίνομαι, αντιδρώ, αντιδρώ θετικά, απαντώ — réagir, répondre - βοηθώ στις πωλήσεις, πουλώ — faire vendre, vendre - αποτρέπω — dissuader - προκαλώ — inciter à - δελεάζω, σαγηνεύω — appâter, attirer, séduire, tenter - ανακαλώ — évoquer - létal - δημιουργώ, ισούμαι με, κάμνω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω κτ. στα γρήγορα — confectionner, faire - επιφέρω, προκαλώ, προξενώ — causer, effectuer, faire - αναγκάζω, εξωθώ, κάνω — forcer - γίνομαι, δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι, παράγομαι — donner, produire - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω — donner du courage, encourager - πιεστικόσ — coercitif - soumettre - ευαισθητοποιώ — sensibiliser - διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, συγκινώ — exciter, remuer, susciter - αποπροσανατολίζω — déboussoler, désorienter - προξενώ — donner - δίνω, παρέχω, φέρνω — donner, fournir - jouer - ανέχομαι, αφήνω, εγκρίνω, επιτρέπω, καθιστώ κτ. εφικτό — laisser, permettre - αποκαθιστώ πάλι, ιδρύω πάλι — rétablir - αντιμάχομαι, αντιστρατεύομαι, καταπολεμώ, στρατεύομαι — militer - εξαναγκάζω, με το ζόρι καταφέρνω, πιέζω, υποχρεώνω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. — contraindre - εξωθώ, παρασύρω — conduire, mouvoir - οδηγό, συντελώ — conduire à - entraîner, impliquer - χρησιμεύω — servir - επίδραση — influence - ενθύμιο — rappel, souvenir - memento mori - έναυσμα, διέγερση, ερέθισμα, κίνητρο, ώθηση — stimulant, stimulation, stimulus - effet - effets spéciaux - απογοήτευση, αφύπνιση, ξεμάγεμα — désabusement, désillusion - αιτία, κίνητρο, λόγος — cause, raison - εξάρτημα, παράγοντας, συντελεστής — élément, facteur - paramètre - έκβαση, επίδραση, επακόλουθο, σκορ, συνέπεια, τελικό αποτέλεσμα — conséquence, conséquence finale, effectuer, effet, résultat, séquelles - επήρεια, επίδραση, επιρροή — influence - branche, rejeton - συνεργία — synergie, synergisme - αιτιατό, αιτιολογία, αιτιότητα — causalité - περίσταση, συνθήκη — circonstance - allergène[Domaine]
-