» 

dicionario analógico

μαζεύωfaire aboutir - κάνωrendre - αλλάζωaltérer, changer, modifier - έναυσμα, μύησηdéclenchement, déclencheur, initiation - επίδραση, επενέργειαinfluence - συμβάλλων, συντελεστικόσ, συντελώνcontributif, favorable - αίτιοσresponsable - καταλήγω, καταντώachever, arriver, finir par, retrouver, se retrouver, terminer - δίνω τη δυνατότητα, καθιστώactiver, autoriser, permettre - αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανίαabasourdir, déconcerter - δρω, επιδρώinfluencer - ανταποκρίνομαι, αντιδρώ, αντιδρώ θετικά, απαντώréagir, répondre - βοηθώ στις πωλήσεις, πουλώfaire vendre, vendre - αποτρέπωdissuader - προκαλώinciter à - δελεάζω, σαγηνεύωappâter, attirer, séduire, tenter - ανακαλώévoquer - létal - δημιουργώ, ισούμαι με, κάμνω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω κτ. στα γρήγοραconfectionner, faire - επιφέρω, προκαλώ, προξενώcauser, effectuer, faire - αναγκάζω, εξωθώ, κάνωforcer - γίνομαι, δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι, παράγομαιdonner, produire - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζωdonner du courage, encourager - πιεστικόσcoercitif - soumettre - ευαισθητοποιώsensibiliser - διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, συγκινώexciter, remuer, susciter - αποπροσανατολίζωdéboussoler, désorienter - προξενώdonner - δίνω, παρέχω, φέρνωdonner, fournir - jouer - ανέχομαι, αφήνω, εγκρίνω, επιτρέπω, καθιστώ κτ. εφικτόlaisser, permettre - αποκαθιστώ πάλι, ιδρύω πάλιrétablir - αντιμάχομαι, αντιστρατεύομαι, καταπολεμώ, στρατεύομαιmiliter - εξαναγκάζω, με το ζόρι καταφέρνω, πιέζω, υποχρεώνω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ.contraindre - εξωθώ, παρασύρωconduire, mouvoir - οδηγό, συντελώconduire à - entraîner, impliquer - χρησιμεύωservir - επίδρασηinfluence - ενθύμιοrappel, souvenir - memento mori - έναυσμα, διέγερση, ερέθισμα, κίνητρο, ώθησηstimulant, stimulation, stimulus - effet - effets spéciaux - απογοήτευση, αφύπνιση, ξεμάγεμαdésabusement, désillusion - αιτία, κίνητρο, λόγοςcause, raison - εξάρτημα, παράγοντας, συντελεστήςélément, facteur - paramètre - έκβαση, επίδραση, επακόλουθο, σκορ, συνέπεια, τελικό αποτέλεσμαconséquence, conséquence finale, effectuer, effet, résultat, séquelles - επήρεια, επίδραση, επιρροήinfluence - branche, rejeton - συνεργίαsynergie, synergisme - αιτιατό, αιτιολογία, αιτιότηταcausalité - περίσταση, συνθήκηcirconstance - allergène[Domaine]

-