Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
wear (en) - τυλίγω - γυρίζω απότομα, συστρέφω — contorcer-se - απλώνω, δίνω, τεντώνομαι, τεντώνω προς τη μεριά κπ. — estender - αυλακώνω, ρητιδώ — corrugar, enrugar, franzir, ondular - αναστατώνω - αποσπώ, ξεζουμίζω, στύβω, συμπίεζω, συμπιέζω, συνθλίβω, σφίγγω — espremer - δίνω διαταγές — mandar - λαξεύω, πελεκώ — aparar - ανοίγω, απλώνω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, τεντώνω — abrir, desdobrar - σφυρήλατοσ[Domaine]
-