Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
esgrima — χειρισμός όπλου - oposição, resistência — αντίδραση, αντίσταση, εναντίωση - colonialismo — αποικιοκρατία - neocolonialismo - guerra de travesseiros - terrorismo - resistance (en) - batalha, combate, compromisso, conflito, contratação — μάχη, σύγκρουση - luta de classe — ταξική πάλη, ταξικόσ αγώνασ - insurreição, levantamento, rebelião, revolta — ανταρσία, εξέγερση, επανάσταση, ξεσηκωμός, στάση - ανταρσία, εξέγερση - competir — ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι - opor-se a — ανταγωνίζομαι, δρω στην αντίπαλη πλευρά - correr — βάζω άλογο να τρέξει σε ιπποδρομία, τρέχω, τρέχω σε αγώνα, τρέχω σε αγώνα δρόμου - ganhar, obter - derrotar, dominar, esmagar, superar, vencer — καταστέλλω, νικώ - ultrapassar — ξεπερνώ, ξεπερνώ κπ., υπερτερώ - ξαναπαίρνω - resistir a — αμύνομαι, συγκρατούμαι - competição, rivalidade — ανταγωνισμός, αντιζηλία, συναγωνισμός - φυλετική εξέγερση - infracção — αντίθεση, παράβαση - defender — μάχομαι για, προασπίζω, υπερασπίζομαι - vingar, vingar-se — εκδικούμαι - reagir — αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι - confrontational (en) - desafiar, resistir — αντέχω, αντιστέκομαι, αντιστέκομαι επιτυχώς, αψηφώ, ορθώνω το ανάστημά μου, ορθώνω το ανάστημα μου - tourada — ταυρομαχία - πολιτική ισχύος - συλλογική διαπραγμάτευση - discussão — διαφωνία, διχογνωμία, καβγάς - dissidência — διαφωνία, διαφωνία με το καθεστώς - controvérsia — αντιλογία, αντιπαράθεση, διένεξη - balbúrdia, barulho, desordem ruidosa — θόρυβοσ, καβγάσ, φασαρία - batrachomyomachia (en) - competição, concurso — διαγωνισμός, συναγωνισμός - Kentucky Derby (en) - Belmont Stakes (en) - partida de desempate - briga de galos — κοκορομαχίες - meia-final, semi-final — ημιτελικός - corrida armamentista — ανταγωνισμός πολεμικών εξοπλισμών - conflito — σύγκρουση - choque — σύγκρουση[Domaine]
-