» 

dicionario analógico

การกระทำδράση, πράξη - การกระทำδράση, ενέργεια, πράξη - การเปลี่ยนเรื่อง, เส้นทาง, แนวทางปฏิบัติδρόμος, κατεύθυνση, πέρασμα, ροή, τρόπος, τρόπος ενέργειας - performance (en) - τετελεσμένο γεγονόσ - การบรรลุผล, ความเข้าใจκαρποφορία, πραγματοποίηση, συνειδητοποίηση - การบรรลุเป้าหมายολοκλήρωση - επίτευξη, πραγματοποίηση - อย่างจงใจ, อย่างตั้งใจ, อย่างรอบคอบ, โดยตั้งใจεπίτηδες, εσκεμμένωσ - ผลงานαπόδοση, επίδοση, πράξη - รวมเป็นหนึ่งπαγιώνω - มาตรการβήμα, ενέργεια, μέτρο - αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι - กระตุ้นενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία - ตำหนิเพื่อแก้ไข, ทำให้ถูกต้อง, แก้διορθώνω, επανορθώνω - καταχρώμαι - ตำหนิเพื่อแก้ไข, ทำให้ดีขึ้น, ทำให้ถูกต้อง, ทำให้รู้สึกดีขึ้น, ปรับปรุง, แก้ , แก้ไข, แก้ไขให้ถูกต้องβελτιώνω, διορθώνω, διορθώνω κπ., επανορθώνω, επισκευάζω, θεραπεύω, κάνω κπ. καλά - งานชิ้นสุดท้ายก่อนตายκύκνειο άσμα - จำกัดοριοθετώ, περιορίζω - οριοθετώ, περιορίζω, σημειώνω - block, freeze, immobilise, immobilize (en) - ทำให้คุ้นเคยέχω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω σε κτ. - κάνω - publicar em capítulos, publicar em folhetim (pt) - ενδύομαι κομψώσ, ενδύω κομψώσ, στολίζομαι, στολίζω - κουρδίζω, χορδίζω - บากบั่น, ยังอดทนต่อ, ยืนกรานαφοσιώνομαι, εμμένω, επιμένω, μπορώ - ทำให้สิ้นสุด: τελειώνω, καταλήγω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω - กำจัดκαταπνίγω, συνθλίβω - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - งานอดิเรก, งานอดิเรกหรือส่วนหนึ่งของงานที่ทำαπασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση - complicar (pt) - επιχείρηση - ετοιμάζομαι - การดำเนินชีวิต, เส้นทางδιαδρομή, πορεία, τροχιά, τρόπος ζωής - διευρύνω, επεκτείνω - ทำให้เต็มγεμίζω, γεμίζω μέχρι επάνω - ทำให้เสร็จสมบูรณ์οριστικοποιώ - conciliar (pt) - harmonizar, harmonizar-se (pt) - ทำเสร็จδιεκπεραιώνω, ολοκληρώνω - ทำตามกระบวนการεπεξεργάζομαι - καθαρίζω - ทำให้ไม่มีวันตายαπαθανατίζω - การจ้างงาน, ความพยายามในการทำงาน, ที่ทำงาน, ผลงาน, หน้าที่การทำงานαπασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - การดำเนินการεργασίες, εφαρμογή, ισχύς, λειτουργία - service (en) - δουλειά, εργασία, κάματος - ความพยายามάσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση - trabalho manual (pt) - มองลงไปเห็นαμελώ, παραβλέπω, παραλείπω, παραμελώ - ยกเว้น, ละเลยไป, ลืมαποκλείω, εξαιρώ, παρακάμπτω, παραλείπω - δίνω οδηγίες, καθορίζω - deglutir, engolir, ingurgitar (pt) - งานที่น่าเบื่อαγγαρεία - λειτούργημα - τόπος - ต้องการ, อยากβούλομαι, επιθυμώ, θέλω, ποθώ - υποχρέωση - งานที่ใช้ให้ทำ, งานที่ได้รับมอบหมาย, เป้าหมายของการเดินทางαποστολή, θέλημα - จับได้ว่าทำผิดπαγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι - การทุ่มเท, ความพยายาม, ความพยายามอย่างมาก, งานที่ใช้แรงมาก, ท่าทางที่วางลูกบอลบนพื้นหลังเส้นชัยของฝ่ายตรงข้ามในกีฬารักบี้απόπειρα, απόπειρα L, δοκιμή, κόπος, προσπάθεια - give (en) - ชนชั้นแรงงานέργο, εργάτες, εργατικό δυναμικό - ขีดฆ่าออก, ขีดออกδιαγράφω, σβήνω - หลีกเลี่ยงαποφεύγω - απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι - อุทิศαφιερώνω, αφοσιώνομαι, δίνω - ยกโทษ, ยกโทษให้, อภัยให้, ให้อภัยπαραβλέπω, συγχωρώ - military mission, mission (en) - การต่อเนื่องกันεξακολούθηση - επανάληψη - ขั้นตอนδιαδικασία - cross dressing, transvestism, transvestitism (en) - lavagem de dinheiro (pt) - ομάδα δράσης - give, pay (en) - ล้มเลิกกลางคันαναγνωρίζω ήττα, αποτυγχάνω - διαχείριση - ผ่านพ้น, เอาชนะκυριαρχώ, κυριεύω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερπηδώ - การเตรียมตัว, สิ่งที่เตรียมετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή - limitação, restrição (pt) - ปกป้อง, เก็บไว้ให้ปลอดภัยδιασφαλίζω, προστατεύω - การกระทำ, ความประพฤติ, พฤติกรรมαγωγή, ανατροφή, πράξεις - ทำให้พอใจικανοποιώ, φουσκώνω - งด, ไม่ลงคะแนนเสียงαπέχω, αποφεύγω, δε συμμετέχω, εγκρατεύομαι - ซึ่งกระทำอย่างตั้งใจ, ซึ่งจงใจεκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - สะสมμαζεύω - เข้า , เข้ามาεμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω, μπαίνω - fuck off, jack off, jerk off, masturbate, she-bop, wank (en) - έχω, εξουσιάζω, κατακρατώ - introduce (en) - κάνω - เติบโตαναπτύσσομαι, αναπτύσσω - ริเริ่มεισάγω, πρωτοεφαρμόζω, πρωτοπορώ, πρωτοχρησιμοποιώ - ทำให้, ทำให้เกิด, เป็นเหตุให้κάνω, προκαλώ, προξενώ - จัดตั้ง, ริเริ่ม, สถาปนาαρχίζω, ιδρύω - επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι - παίζω - παίζομαι, παίζω μουσικό όργανο - แสดง, แสดงหรือเล่นบทบาทของπαίζω - παίζω - καλλιεργώ - แบ่งแยกχωρίζω - subject (en) - βάζω, καθορίζω, ορίζω - ทำงานβάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι - เติมเชื้อเพลิง, ใส่ฟืนτροφοδοτώ, τροφοδοτώ με καύσιμα - ทดลองว่าดีหรือไม่, ทดสอบ, ทดสอบถึงความอดทน, พยายาม, พยายามทำบางสิ่งαποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, θέτω σε δοκιμασία, προσπαθώ - พยายามπασχίζω, προσπαθώ - ถามหรือทำบางสิ่ิงในคราวหลัง, ยืดเวลา, ล่าช้า, เลื่อนออกไปαναβάλλω - ทำตามอย่างคนอื่นακολουθώ, μιμούμαι, υιοθετώ - ดำเนินการต่อ, ดำเนินต่อไป, ทำต่อ, ทำต่อไป, ทำเรื่อยไป, เดินทางต่อไป, เริ่มอีกครั้ง, ไปข้างหน้าπροοδεύω, προχωρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω να κάνω κτ., συνεχίζω παρά τις δυσκολίες - continue, persist in (en) - behavioral, behavioural (en) - ที่สามารถใช้งานได้σε καλή λειτουργική κατάσταση - έργο - ความตั้งใจ, ความต้องการ, ความมุงมั่นεπιθυμία, θέληση - φορά - Advent, Parousia, Second Advent, Second Coming, Second Coming of Christ (en)[Domaine]

-