Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.093s
darbas — δράση, πράξη - veiksmas — δράση, ενέργεια, πράξη - būdas, kryptis, kursas, maršrutas, vaga — δρόμος, κατεύθυνση, πέρασμα, ροή, τρόπος, τρόπος ενέργειας - performance (en) - τετελεσμένο γεγονόσ - įgyvendinimas, išsipildymas, realizacija, supratimas — καρποφορία, πραγματοποίηση, συνειδητοποίηση - įvykdymas, pasitenkinimas — ολοκλήρωση - επίτευξη, πραγματοποίηση - tyčia — επίτηδες, εσκεμμένωσ - pasiekimai — απόδοση, επίδοση, πράξη - stiprinti, sustiprinti — παγιώνω - priemonė — βήμα, ενέργεια, μέτρο - αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι - aktyvinti, skatinti veikti — ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία - ištaisyti — διορθώνω, επανορθώνω - καταχρώμαι - atitaisyti, ištaisyti, pastatyti ant kojų, pataisyti — βελτιώνω, διορθώνω, διορθώνω κπ., επανορθώνω, επισκευάζω, θεραπεύω, κάνω κπ. καλά - gulbės giesmė — κύκνειο άσμα - apriboti, lokalizuoti, suvaržyti — οριοθετώ, περιορίζω - nužymėti, paženklinti — οριοθετώ, περιορίζω, σημειώνω - block, freeze, immobilise, immobilize (en) - įpratinti, priprasti — έχω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω σε κτ. - κάνω - publicar em capítulos, publicar em folhetim (pt) - ενδύομαι κομψώσ, ενδύω κομψώσ, στολίζομαι, στολίζω - κουρδίζω, χορδίζω - atkakliai ką daryti, stengtis iš visų jėgų, užsispirti — αφοσιώνομαι, εμμένω, επιμένω, μπορώ - užbaigti — : τελειώνω, καταλήγω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω - nuslopinti — καταπνίγω, συνθλίβω - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - mėgstamas užsiėmimas, pomėgis, užsiėmimas — απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση - apsunkinti, komplikuoti - επιχείρηση - padaryti, paruošti — ετοιμάζομαι - gyvenimo būdas, kelias — διαδρομή, πορεία, τροχιά, τρόπος ζωής - paplatinti, platinti — διευρύνω, επεκτείνω - pripildyti — γεμίζω, γεμίζω μέχρι επάνω - galutinai nuspręsti, užbaigti — οριστικοποιώ - suderinti - derėti, derinti - įveikti, užbaigti — διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω - apdoroti, paveikti — επεξεργάζομαι - καθαρίζω - įamžinti, padaryti nemirtingą — απαθανατίζω - darbas — απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - darbas, eksploatacija, veikimas — εργασίες, εφαρμογή, ισχύς, λειτουργία - service (en) - δουλειά, εργασία, κάματος - panaudojimas — άσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση - trabalho manual (pt) - nepastebėti, žiūrėti pro pirštus į — αμελώ, παραβλέπω, παραλείπω, παραμελώ - išskirti, neįtraukti, neskaityti, pašalinti, praleisti — αποκλείω, εξαιρώ, παρακάμπτω, παραλείπω - daryti, nustatyti, padaryti, sudaryti — δίνω οδηγίες, καθορίζω - priimti, prisiimti, ryti, tikėti - namų ruoša, nemalonus darbas — αγγαρεία - λειτούργημα - vieta — τόπος - norėti, pageidauti — βούλομαι, επιθυμώ, θέλω, ποθώ - υποχρέωση - misija, pasiuntimas, pavedimas, reikalas, uždavinys — αποστολή, θέλημα - sukirsti — παγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι - ávartis, bandymas, mėginimas, pastanga, pastangos — απόπειρα, απόπειρα L, δοκιμή, κόπος, προσπάθεια - give (en) - darbininkai, darbo jėga — έργο, εργάτες, εργατικό δυναμικό - iðbraukti, išbraukti — διαγράφω, σβήνω - vengti — αποφεύγω - απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι - pašvęsti — αφιερώνω, αφοσιώνομαι, δίνω - atleisti, atleisti už, dovanoti — παραβλέπω, συγχωρώ - military mission, mission (en) - tęsimas — εξακολούθηση - επανάληψη - darbo tvarka/būdas, procedūra — διαδικασία - cross dressing, transvestism, transvestitism (en) - lavagem de dinheiro (pt) - ομάδα δράσης - give, pay (en) - mesti, nepasisekti, palikti — αναγνωρίζω ήττα, αποτυγχάνω - διαχείριση - įveikti, nugalėti, sutramdyti — κυριαρχώ, κυριεύω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερπηδώ - pasiruošimas — ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή - apribojimas - apsaugoti — διασφαλίζω, προστατεύω - darbai, elgsena — αγωγή, ανατροφή, πράξεις - išpildyti — ικανοποιώ, φουσκώνω - susilaikyti — απέχω, αποφεύγω, δε συμμετέχω, εγκρατεύομαι - apgalvotas, tyčinis, tyèinis — εκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - rinkti, rinktis, sukaupti, surinkti — μαζεύω - įeiti — εμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω, μπαίνω - fuck off, jack off, jerk off, masturbate, she-bop, wank (en) - έχω, εξουσιάζω, κατακρατώ - introduce (en) - daryti, padaryti, sudaryti — κάνω - vystytis — αναπτύσσομαι, αναπτύσσω - bûti pradininku, skinti kelià — εισάγω, πρωτοεφαρμόζω, πρωτοπορώ, πρωτοχρησιμοποιώ - būti priežastimi, sukelti — κάνω, προκαλώ, προξενώ - įkurti — αρχίζω, ιδρύω - επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι - būti vaidinamam, dėtis, vaidinti — παίζω - groti — παίζομαι, παίζω μουσικό όργανο - dėtis, lošti, vaidinti — παίζω - būti vaidinamam, dėtis, vaidinti — παίζω - καλλιεργώ - dalinti — χωρίζω - subject (en) - βάζω, καθορίζω, ορίζω - dirbti — βάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι - kūrenti — τροφοδοτώ, τροφοδοτώ με καύσιμα - bandyti, išbandyti, pabandyti, siekti — αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, θέτω σε δοκιμασία, προσπαθώ - stengtis — πασχίζω, προσπαθώ - atidėti, pasinaudoti pasiūlymu vėliau — αναβάλλω - ακολουθώ, μιμούμαι, υιοθετώ - be ... damas, dirbti, laikytis, nepasiduoti, tebe-, tęsti, toliau daryti, toliau eiti/ką daryti, toliau ką daryti, toliau ką nors daryti, trukti — προοδεύω, προχωρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω να κάνω κτ., συνεχίζω παρά τις δυσκολίες - continue, persist in (en) - behavioral, behavioural (en) - eksploatacijos, gerai veikiantis, operacinis, operatyvinis — σε καλή λειτουργική κατάσταση - darbas — έργο - noras, valia — επιθυμία, θέληση - φορά - Advent, Parousia, Second Advent, Second Coming, Second Coming of Christ (en)[Domaine]
-