Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
φυτό — planta, vegetal - φυτοπλαγκτόν - θαλάσσια φυτά, φύκια — alga - caespitose, cespitose, tufted (en) - bífido - διχοτόμηση - βλάστηση, χλωρίδα — flora - θαμνώδης έκταση — arbusto espinhoso - φυτά που αναπτύσσονται ανάμεσα σε δέντρα, χαμοκλάδα — vegetação rasteira - δάση - Βασίλειο Plantae, Βασίλειο φυτών - υποδιαίρεση τραχεόφυτα - αγγειακό φυτό, τραχειακό φυτό - cultivar (en) - παρασιτικό φυτό - desert plant, xerophile, xerophilous plant, xerophyte, xerophytic plant (en) - υδρόφυτο — planta aquática - αερόφυτο, επίφυτο - αυτοφυής, αυτότροφος οργανισμός[Domaine]
-