Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.031s
κάνω — ser - σαγηνεύω, υπνωτίζω — fascinar, hipnotizar - απαλλάσσω από, καθαρίζω, πλένω — limpar - προνομιακόσ, προτιμητόσ — preferencial, privilegiado - βάζω ένα όριο — pôr limites - διχασμός, σχίσμα — cisma - couvade (en) - ενόχληση — contrariedade - υιοθετώ — adoptar - σεξουαλική παρενόχληση — assédio sexual - denazificar, livrar do nazismo - απαρνούμαι , αποκηρύσσω, αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού, εγκαταλείπω , παρατώ — abandonar, deixar alguém em apuros, desamparar - give (en) - προσφέρω - απαλλάσσω — dispensar - αθωώνω, απαλλάσσω — absolver, desculpar, ilibar - θέτω σε κίνδυνο — pôr em perigo - compromise (en) - association (en) - συμμετέχω - συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, φτιάχνω ομάδα — agrupar-se - κοινωνικός έλεγχος - sanction (en) - κοινωνικοποίηση - ανατροφή — educação - πατριαρχικός — patriarcal - δίνω — segurar - μητριαρχικός — matriarcal - follow, take after (en) - περιορίζω, συγκρατώ — controlar-se - γοητεύω, μαγεύω, παραξενεύω, παρασύρω, προσελκύω, σαγηνεύω, συναρπάζω, τραβώ την προσοχή — cativar, encantar, enfeitiçar, fascinar, intrigar - αλληλεπιδρώ, συνεργάζομαι — influenciar-se - διαλύω, χωρίζω — romper - participate, take part (en) - σχετίζομαι - κακομαθαίνω, κανακεύω, παραχαιδεύω, παραχαϊδεύω — amimar, chocar, estragar, mimar, paparicar - ακολουθώ, συνοδεύω, συντροφεύω — acompanhar - πασχάλινοσ — pascal, relativo à páscoa - κοινωνικός — social - μαοϊσμός — maoísmo - ερωτοτροπία, κόρτε, φλερτ — cortejamento - δουλοπαροικία, φεουδαρχία, φεουδαρχισμός — feudalismo - διαχείριση υπό του πατρόσ, διοίκηση υπό ανδρών, πατριαρχία — patriarca - μητριαρχία — matriarcado - ηγεμονία — hegemonia - ολιγαρχία — oligarquia - πλουτοκρατία — plutocracia - τεχνοκρατία - μοναρχία — monarquia - διαρχία — diarquia - καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατία — capitalismo - βιομηχανικό σύστημα — industrialismo - livre empresa - state capitalism (en) - εθνικοσοσιαλισμός, ναζισμός — nacional socialismo, nazismo - οικοσύστημα — ecosistema - κοινωνική δομή, κοινωνικό σύστημα - racial segregation, segregation, segregationism (en) - Americanisation, Americanization (en) - Europeanisation, Europeanization (en) - Westernisation, Westernization (en) - συγγένειεσ — relações - interdependence, interdependency, mutuality (en) - σχέση - σχέση — relação, relacionamento - επαγγελματική σχέση — relações comerciais - παρέα, πνεύμα αλληλεγγύης, συναναστροφή, συντροφιά, συντροφικότητα — companhia - freemasonry (en) - σύνδεσμος - assimilação - δεσμός, ερωτική σχέση — aventura, caso - conflito de interesses - social stratification, stratification (en)[Domaine]
-