» 

dicionario analógico

ικανόςschopný, šikovný, zdatný - βασικά, θεμελιακά, στην ουσίαv podstatě, v zásadě - άφθονος, ἀφθονοςhojný - άφθονος, ενθουσιώδης, υπεράφθονος, υπερβολικόςbujný, hojný - přístupný - přístupný - ακριβώσ - convencionalmente (pt) - claramente (pt) - ειδικά, ρητά, συγκεκριμέναvýslovně - přímo - analogicamente (pt) - κατεξοχήν, κυρίωςhlavně, převážně, většinou - αξιοπρεπήσ, δύσκαμπτοσ, πομπώδησafektovaný, nabubřelý - παράξεναjmenovitě, podivně - αδιαμφισβήτητα, μια για πάνταjednou provždy, přesvědčivě - θλιβερά, θλιμμένα, μοναχικάopuštěně, žalostně - κανονικά, κατά κανόνα, συνήθως, συστηματικά, τακτικά, φυσιολογικάběžně, normálně, obvykle, ve většině případů, zpravidla - ακανόνιστα, αναξιόπισταnevypočitatelně - abstractly (en) - μη πνευματικός, υλικόςhmotný, materiální - αλλόκοταgroteskně - διπρόσωπος, υποκριτικόςfarizejský, licoměrný, neupřímný, pokrytecký - střídavě - αρμόδιος, κατάλληλος, σωστόςnáležitý, patřičný, řádný, správný, vhodný - αξιοσημείωτα, ειδικότερα, ιδιαίτεραzejména, znatelně - κατάλληλα, καταλλήλως, όπως αρμόζειvhodně - nevhodně - αρμόδιος, εύστοχος, κατάλληλος, ταιριαστόςpřípadný, příslušný, trefný, vhodný, vyhovující, výstižný - με κακία, μοχθηράšpatně, zle - έντονα, από κοντάpozorně, zblízka - γοητευτικός, δελεαστικός, ελκυστικόςatraktivní, lákavý, přitažlivý - γοητευτική, γοητευτικό, γοητευτικός, μαγευτικός, συναρπαστικόςfascinující, kouzelný, okouzlující, úchvatný, uhrančivý, vzrušující - αντιθέτωςnaopak - απολαυστικόςčarovný - ελκυστικόσ, φαιδρόσ, ωραίοσpříjemný, půvabný, sympatický - ριζικά, ριζοσπαστικάradikálně - εξαιρετικάmimořádně - αποκτούμενος, διαθέσιμος, που μπορεί να αποκτηθείdosažitelný - για πούλημα, προς πώλησηna prodej - πολύ καλά, ωραίαpěkně - ανεπίτευτοσ, δυσεύρετοσnedostupný, nepřístupný - regularmente (pt) - κατά λάθος, λαθεμέναchybně, mylně, omylem - γενναιόδωρα, φιλελεύθεραliberálně, šlechetně, štědře - nevhod, nevhodně - ευκατάληπτα, καταληπτώσ, κατανοητάsrozumitelně - unintelligibly, ununderstandably (en) - neprávem - κατά το έθιμο, συνήθωσobvykle - πνευματικάduchovně - βαρετά, κουραστικώσnudně - έξοχος, λαμπρός, πανέμορφος, υπέροχος, ωραιότατοςbáječný, fantastický, hezký, nádherný, senzační, úžasný, velkolepý, výtečný - εύμορφοσ, ωραίοσ - γοητευτικός, πανέμορφοςúchvatný - αξιέπαιναchvalitebně - ευχάρισταpříjemně, utěšeně - desagradavelmente (pt) - μόλις, παρά τρίχαo chloupek, o vlásek, těsně - ευγενικόςlaskavý - πιστάvěrně - agradavelmente, deliciosamente, prazerosamente (pt) - αμυδρά / αόρισταmatně - ανέντιμαkřivě, pokřiveně - ειδικά, ιδιαίτεραhlavně, obzvlášť - εσωτερικάvnitřně - světélkující - καλοκάγαθαvlídně - άδικαnepoctivě - consequentially (en) - απίστευτα, με ελάχιστες ή χωρίς πιθανότητεςnepravděpodobně, neuvěřitelně - παράλογαabsurdně, nesmyslně, nesmysly - αγενώσ, αναξιοπρεπώς, επαίσχυντα, ευτελώσnečestně - απαίσια, δυσάρεσταprotivně - αξιοκαταφρόνηταohavně - διαμετρικάprůměrově - δυσάρεστα, με δυσαρέσκειαnepříjemně - αισχρά, αναξιοπρεπώς, ατιμωτικά, επαίσχυνταhanebně, nečestně, ostudně - ανέντιμαnečestně, nepoctivě - υποκριτικάpokrytecky - πιστάloajálně - άπισταneloajálně - απόκοσμα, παράξεναzáhadně - effectually (en) - effectively, efficaciously (en) - άνισαnestejně - επικίνδυνα, προδοτικώσ, ύπουλαzrádně - faultily (en) - λαμπράoslnivě - απαίσια, φριχτάškaredě - κάθεταstrmě, svisle, vertikálně - όμοιαstejně, totožně - ασπριδερός - γλαφυρός, πολύχρωμος, χρωματιστόςbarvitý, pestrý - άχρωμοςbezbarvý - úžasný, zarážející - διαφανήσ, ημιδιαφανήςprůsvitný - βία, ενέργεια, επιρροήmechanický, moc, mocnost - θολόσslepý - šedivý - γαλακτερός, γαλακτώδηςmléčný - δουλικά, δουλοπρεπώςposlušně, servilně - perfidiously (en) - αρμοδίωσ - όμορφαpěkně - αξιέπαινα, αξιοπίστωσúctyhodně - democratic, popular (en) - frequent (en) - general (en) - βασικός - ασυνήθιστος, εξαιρετικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστόςneobyčejný, výjimečný, výlučný - σπάνιοςřídký, vzácný - σπάνιος - συνήθης, συνηθισμένοςobvykle, obvyklý - εθιμοτυπικός, καθιερωμένος, συνήθης, συνηθισμένος, τακτικόςobvyklý, řádný, tradiční - κοινός, λαϊκόςobyčejný, prostý, společný - ατομικός, μεμονωμένος, ξέχωροςjednotlivý, samostatný - ξεχωριστός, συγκεκριμένοςjednotlivý - αντίστοιχος, ξεχωριστόςpříslušný, vlastní - μεμονωμένος - tacitamente (pt) - αμετάβλητωσ - ανάξια, αναξίωσhanebně - χρήσιμα, ωφέλιμαužitečně - απαίσια, φρικτάohavně - wholeheartedly (en) - ειδικάvýhradně, zvlášť - immediately (en) - αμέσως - κατευθείανpřímo, rovnou - συμβατικός, τυπικόςkonvenční, obvyklý - αλλόκοτος, εκκεντρικός, παράδοξος, παράξενοςbizarní, divoký, excentrický, výstřední - υλικόςhmotný - λαθεμένοςchybný, mylný, pomýlený - αληθοφανήσ, αξιόπιστος, πιστευτόςhodnověrný, uvěřitelný, věrohodný - απίστευτος, εκπληκτικόςneuvěřitelný - ακατανόητος, βαρύς, ζόρικος, κοπιώδηςnesnadný, těžko zvládnutelný, těžký - δυσκολομεταχείριστος, δύσκολος, λεπτόςchoulostivý, delikátní, lechtivý, ožehavý - serious (en) - δύσκολος, ενοχλητικός, προβληματικόςnamáhavý, nepříjemný, obtížný, rušivý - εύκολοςjednoduchý, snadný - απλός, καθαρός, σκέτος, στοιχειώδηςčistý, elementární - αβρός, γλυκομίλητοςhladký, úlisný - přímý - břitký, ostrý - αποδοτικός, αποτελεσματικός, δραστικός, εντυπωσιακός, τελεσφόροςefektní, schopný, účinný - εφαρμοστός, στενόςtěsný - αυτόσ που απέχει εξ ίσου - ισόπλευροςrovnostranný - βασικός, στοιχειώδηςzákladní - crinkled, crinkly, rippled, wavelike, wavy (en) - σιωπηλόσ, σιωπηρόσ, σκωπηρόσnevyslovený, tichý, vyrozuměný - εσωτερικόςinterní, vnitřní - εσωτερικός, εσώτεροςvnitřní - εξωτερικός, που φαίνεταιexterierní, venkovní, vnější - cizí - λειτουργικόςfunkční, praktický, provozní, služební - γενικός, καθολικόςgenerální, obecný, povšechný, široký, všeobecný - ειδικός, συγκεκριμένοςspecifický - γενναιόδωροςnešetřící, pěkný, štědrý, velkorysý - σπάταλοσštědrý - άθλιος, δύστροπος, παρακατιανός, σκληρός, τσιγγούνησkrutý, lakomý, mizerný, rozladěný, skoupý, ubohý, zlý - parsimonious, penurious (en) - γερός, ευεργετικός, ευχάριστος, ευχαριστημένος, καλός, κεφάτος, που είναι σε καλή κατάσταση, υγιής, ωφέλιμοςblahodárný, dobře, dobrý, prospěšný - ευπρόσδεκτοςvhodný, vítaný - βολικός, κατάλληλοςvhod, vhodný, vyhovující - άθλιος, φρικτόςmizerný - negative (en) - αγαθός, ευγενικός, ικανοποιητικός, καλός, λογικόςdobrý, laskavý - κακόςnekalý, temný - ανόσιος, ασεβής, δαιμονικόσ, δαιμόνιος, διαβολικός, εξωφρενικός, παράλογος, σατανικόςďábelský, démonický, neuctivý, příšerný, zlomyslný - μεφιστοφελικόσ - ευτυχισμένοσ, μακάριοςblažený, šťastný - χαμηλόςnízký - ανθρώπινοςhumánní, lidský - ανθρωπιστικός, ανθρώπινοςhumánní, lidský - κτηνώδης, χυδαίοςbrutální, hrubý, potvorný, surový, zvířecí, zvířecký - μικρόςdrobný, malý - εξαιρετικός, ισχυρός, μεγάλος, ουσιώδης, σημαντικός, σπουδαίος, υψηλόςpádný, podstatný, významný - velký - βασικός, θεμελιώδης, καίριος, κύριος, σημαντικόςhlavní, klíčový, nejdůležitější, podstatný, ústřední, základní - ανώτερος, κυριότερος, κύριος, ο κύριος, ο πιο σημαντικός, πρωταρχικόςhlavní, korunní, primární, prvořadý, prvotní, vysoký - ιστορικόςhistorický - důležitý, vážný, závažný - estratégico (pt) - πολύτιμοςcenný, hodnotný, užitečný - ασήμαντοσmalý, nicotný - ενδιαφέρωνzajímavý - γοητευτικός, συναρπαστικόςpoutavý, zajímavý - ανιαρός, βαρετός, βαρύς, ενοχλητικός, κουραστικός, ψυχοφθόροςduchamorný, nezáživný, obtížný, suchopárný, únavný - για άντρα, μεγάλος σε μέγεθος, που είναι μεγάλου μεγέθουςveliký - πλατύς, σε φάρδος, φαρδύςširoký - ογκώδηςneskladný, objemný, veliký - ευρύχωροςobjemný, prostorný - καταπληκτικός, κολοσσιαίοςobrovský, ohromující - διπλάσιος, διπλόςdvojitý - τεράστιοςhrozitánský, náramný, nebetyčný, nesmírný, obrovitý, ohromný, pořádný, velikánský, velký - γιγάντιος, γιγαντιαίοςobří, obrovský - γιγάντιος, πελώριος, τεράστιοςmamutí, obrovský - απέραντοςnesmírný, obrovský - πελώριος, τεράστιοςobrovský - μικρο-, μικροκαμωμένος, μικροσκοπικόςdrobný, křehký, maličký, malinký, mikro-, miniaturní - εικονικός, κλασματικός, μικροσκοπικός, συμβολικόςnepatrný, zlomkový - ήπιος, ε λαφρός, επιεικήςlehký, mírný - εντατικόςintenzivní, usilovný - απαίσιος, δεινός, σοβαρός, τρομερόςděsný, ukrutný, vážný - silný - εξωφρενικός, υπέρμετροσ, υπερβολικόςnadměrný, nepřiměřený, přehnaný, přemrštěný - εξωφρενικόςnekřesťanský, přehnaný, vyděračský, závratný - ολοκληρωμένος, ριζικός, ριζοσπαστικόςultra-, zásadní - ηθικόςmorální, mravný - άσωτος, έκφυλος, ακόλαστος, ανήθικος, εκφυλισμένοςdegenerovaný, nepočestný, nezřízený, prostopášný, zhýralý, zkažený - přírodní - απεχθής, αποκρουστικός, απωθητικόςodporný, ohavný - άθλιος, αηδιαστικός, αντιπαθητικός, βρομερόςhnusný, nechutný, odporný - παλαιός, πρώην , τέωςstarý - καινούριος, νέα, νέο, νέος, πρωτόγνωρος, πρόσφατοςčerstvý, čistý - recent (en) - unused (en) - panenský - ηλικίας, ηλικιωμένοςpostarší, starý, ve věku - maior de edade (pt) - επίτιμοσ - ανώριμος, νέος, νεανικόςmladistvý, svěží - έφηβος, εφηβικόςdospívající, mladistvý, výrostek - κοριτσίστικη, κοριτσίστικο, κοριτσίστικοςdívčí - μικρόςmalý - κοινός, μέτριοςobyčejný, průměrný, tuctový - καλούτσικος, μέσος, μέτριοςprostřední, průměrný, střední, ucházející - κοινός, συνήθης - κοινός, συνηθισμένοςkaždodenní, řemeslný, všední - θαυμάσιος, θαυμαστός, καταπληκτικός, τεράστιος, τρομερός, φανταστικόςbáječný, kolosální, náramný, obrovský, skvělý, úchvatný, úžasný - πρωτότυποςoriginální, původní, svérázný - καινούριος, πρωτοποριακόςneotřelý, novátorský - groundbreaking, innovational, innovative (en) - κοινότοπος, τετριμμένοςotřelý - αποδεκτόςpřijatelný, přípustný - απολαυστικός, ευχάριστος - θετικά φορτισμένος, θετικός, κατηγορηματικός, σαφήςjednoznačný, kladný, pozitivní, souhlasný - αρνητικόςnegativní, odmítavý - ουδέτεροςnestranný, neutrální - δραστικός, δυνατός, ισχυρόςmocný, silný - πιεστικόσdonucovací - silný - ισχυρόσ, σθεναρόσ - αδύναμος, ανήμπορος, ανίσχυροςbezmocný, slabý - αξιοπρεπής, ευπρεπής, καθωσπρέπει, ταιριαστός, όμορφοςpůvabný, slušný, spořádaný - αυστηρά τυπικός, πουριτανός, σεμνότυφοςpuritánský, upjatý - άψογος, ανόθευτος, καθαρόςčistý, neposkvrněný, průzračný, ryzí - γερός, υγιήςpevný, zdravý - αδικαίωτοσ, αναιτιολόγητοσ - κανονικόςpravidelný, regulérní - καθημερινόςdenně, každodenní - úřední - ίδιος, παρόμοιος, που δεν έχει αλλάξει, όμοιοςpodobný, stejný, tentýž, týž - διαφορετικόςodlišný, rozdílný, různý - διάφορος, ποικίλοςrůzný - παρόμοιος, όμοιοςobdobný, podobný - μη ικανοποιητικόςneuspokojivý - αξιόλογος, που έχει ειδικό νόημα, σημαντικός, σπουδαίοςdůležitý, významný - ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντος, επουσιώδηςbezvýznamný, nedůležitý, nepatrný, nevýznamný, zanedbatelný - βασικός, θεμελιώδηςelementární, fundamentální, základní - περίπλοκοςsložitý - μπερδεμένος, περίπλοκοςkomplikovaný, složitý, spletitý - kombinovaný, kompozitní, složený - συκοφαντικόσ, ψευτοκολακευτικόσpatolízalský - ίσιος, ευθύςpřímý, rovný, správně umístěný - ροζιασμένοςpokřivený, zkroucený - křivolaký - έντονος, γερός, δυνατός, ισχυρόςmocný, ostrý, prudký, zdatný - αδύναμοςslabý - αρκετός, επαρκής, ικανοποιητικόςdobrý, dost, přiměřený, úměrný - ανεπαρκής, ανεπαρκώςnedostatečně, nedostatečný, nepřiměřený - ανεπαρκής, λιγοστός, τοσοδούληςpříliš krátký - superior (pt) - άριστος, έξοχος, εξαιρετικός, θαυμάσιος, υπέροχοςjemný, krásný, skvělý, výborný, vynikající, výtečný, znamenitý - άριστος, εξαίρετος, επιδοκιμαστικός, επιθυμητός, καλής ποιότητας, σωστός, ωραίοςřádný, skvělý, výborný - ανάξιος, ασήμαντοςmizerný - εμπορικός, επικερδήςobchodnický - μέτριοςprostřední, průměrný - αραχνοΰφαντοςlehký, průsvitný - εξυπηρετικός, πρόθυμος να βοηθήσειprospěšný - μάταιοςmarný - ποικιλόχρωμοςpestrý, různobarevný - μεταβλητόςměnitelný - επαναληπτικόσopakovací - μη ενθουσιώδης, χλιαρόςvlažný - περιορισμένος, στενόςmalicherný, omezený, úzký - cilíndrico (pt) - ανεκτόσ, υποστηρικτόσ - αλτρουισμός, ανιδιοτέλειαaltruismus - εκτίμηση, ευγένεια, νοιάξιμο, στοχασμός, στοχαστικότητα, υπόληψηhloubavost, ohled, ohleduplnost - αβρότητα, διακριτικότητα, διπλωματικότητα, λεπτότητα, τακτtakt, taktnost - διπλωματία, διπλωματικότητα, ευαισθησία, λεπτότηταdelikátnost, diplomacie, finesa, jemnost, obratnost - αρετή, ηθική ανωτερότηταctnost, mravnost - αρετήctnost - δίκαιο, δικαιοσύνη, δοκαιοσύνηoprávněnost, spravedlnost - δίκαιο, δίκιοpravda, právo - ανθεκτικότητα, αντοχή, ευρωστία, ρωμαλεότητα, ρώμη, τόλμηmohutnost, otužilost, vitalita - θάρρος, κουράγιο, κότσιαodvaha - αντοχή, δύναμηvýdrž - αχίλλειος φτέρναAchilova pata - ρυθμόςspád, tempo - zrychlení[Domaine]

-