Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.203s
ικανός — schopný, šikovný, zdatný - βασικά, θεμελιακά, στην ουσία — v podstatě, v zásadě - άφθονος, ἀφθονος — hojný - άφθονος, ενθουσιώδης, υπεράφθονος, υπερβολικός — bujný, hojný - přístupný - přístupný - ακριβώσ - convencionalmente (pt) - claramente (pt) - ειδικά, ρητά, συγκεκριμένα — výslovně - přímo - analogicamente (pt) - κατεξοχήν, κυρίως — hlavně, převážně, většinou - αξιοπρεπήσ, δύσκαμπτοσ, πομπώδησ — afektovaný, nabubřelý - παράξενα — jmenovitě, podivně - αδιαμφισβήτητα, μια για πάντα — jednou provždy, přesvědčivě - θλιβερά, θλιμμένα, μοναχικά — opuštěně, žalostně - κανονικά, κατά κανόνα, συνήθως, συστηματικά, τακτικά, φυσιολογικά — běžně, normálně, obvykle, ve většině případů, zpravidla - ακανόνιστα, αναξιόπιστα — nevypočitatelně - abstractly (en) - μη πνευματικός, υλικός — hmotný, materiální - αλλόκοτα — groteskně - διπρόσωπος, υποκριτικός — farizejský, licoměrný, neupřímný, pokrytecký - střídavě - αρμόδιος, κατάλληλος, σωστός — náležitý, patřičný, řádný, správný, vhodný - αξιοσημείωτα, ειδικότερα, ιδιαίτερα — zejména, znatelně - κατάλληλα, καταλλήλως, όπως αρμόζει — vhodně - nevhodně - αρμόδιος, εύστοχος, κατάλληλος, ταιριαστός — případný, příslušný, trefný, vhodný, vyhovující, výstižný - με κακία, μοχθηρά — špatně, zle - έντονα, από κοντά — pozorně, zblízka - γοητευτικός, δελεαστικός, ελκυστικός — atraktivní, lákavý, přitažlivý - γοητευτική, γοητευτικό, γοητευτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός — fascinující, kouzelný, okouzlující, úchvatný, uhrančivý, vzrušující - αντιθέτως — naopak - απολαυστικός — čarovný - ελκυστικόσ, φαιδρόσ, ωραίοσ — příjemný, půvabný, sympatický - ριζικά, ριζοσπαστικά — radikálně - εξαιρετικά — mimořádně - αποκτούμενος, διαθέσιμος, που μπορεί να αποκτηθεί — dosažitelný - για πούλημα, προς πώληση — na prodej - πολύ καλά, ωραία — pěkně - ανεπίτευτοσ, δυσεύρετοσ — nedostupný, nepřístupný - regularmente (pt) - κατά λάθος, λαθεμένα — chybně, mylně, omylem - γενναιόδωρα, φιλελεύθερα — liberálně, šlechetně, štědře - nevhod, nevhodně - ευκατάληπτα, καταληπτώσ, κατανοητά — srozumitelně - unintelligibly, ununderstandably (en) - neprávem - κατά το έθιμο, συνήθωσ — obvykle - πνευματικά — duchovně - βαρετά, κουραστικώσ — nudně - έξοχος, λαμπρός, πανέμορφος, υπέροχος, ωραιότατος — báječný, fantastický, hezký, nádherný, senzační, úžasný, velkolepý, výtečný - εύμορφοσ, ωραίοσ - γοητευτικός, πανέμορφος — úchvatný - αξιέπαινα — chvalitebně - ευχάριστα — příjemně, utěšeně - desagradavelmente (pt) - μόλις, παρά τρίχα — o chloupek, o vlásek, těsně - ευγενικός — laskavý - πιστά — věrně - agradavelmente, deliciosamente, prazerosamente (pt) - αμυδρά / αόριστα — matně - ανέντιμα — křivě, pokřiveně - ειδικά, ιδιαίτερα — hlavně, obzvlášť - εσωτερικά — vnitřně - světélkující - καλοκάγαθα — vlídně - άδικα — nepoctivě - consequentially (en) - απίστευτα, με ελάχιστες ή χωρίς πιθανότητες — nepravděpodobně, neuvěřitelně - παράλογα — absurdně, nesmyslně, nesmysly - αγενώσ, αναξιοπρεπώς, επαίσχυντα, ευτελώσ — nečestně - απαίσια, δυσάρεστα — protivně - αξιοκαταφρόνητα — ohavně - διαμετρικά — průměrově - δυσάρεστα, με δυσαρέσκεια — nepříjemně - αισχρά, αναξιοπρεπώς, ατιμωτικά, επαίσχυντα — hanebně, nečestně, ostudně - ανέντιμα — nečestně, nepoctivě - υποκριτικά — pokrytecky - πιστά — loajálně - άπιστα — neloajálně - απόκοσμα, παράξενα — záhadně - effectually (en) - effectively, efficaciously (en) - άνισα — nestejně - επικίνδυνα, προδοτικώσ, ύπουλα — zrádně - faultily (en) - λαμπρά — oslnivě - απαίσια, φριχτά — škaredě - κάθετα — strmě, svisle, vertikálně - όμοια — stejně, totožně - ασπριδερός - γλαφυρός, πολύχρωμος, χρωματιστός — barvitý, pestrý - άχρωμος — bezbarvý - úžasný, zarážející - διαφανήσ, ημιδιαφανής — průsvitný - βία, ενέργεια, επιρροή — mechanický, moc, mocnost - θολόσ — slepý - šedivý - γαλακτερός, γαλακτώδης — mléčný - δουλικά, δουλοπρεπώς — poslušně, servilně - perfidiously (en) - αρμοδίωσ - όμορφα — pěkně - αξιέπαινα, αξιοπίστωσ — úctyhodně - democratic, popular (en) - frequent (en) - general (en) - βασικός - ασυνήθιστος, εξαιρετικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός — neobyčejný, výjimečný, výlučný - σπάνιος — řídký, vzácný - σπάνιος - συνήθης, συνηθισμένος — obvykle, obvyklý - εθιμοτυπικός, καθιερωμένος, συνήθης, συνηθισμένος, τακτικός — obvyklý, řádný, tradiční - κοινός, λαϊκός — obyčejný, prostý, společný - ατομικός, μεμονωμένος, ξέχωρος — jednotlivý, samostatný - ξεχωριστός, συγκεκριμένος — jednotlivý - αντίστοιχος, ξεχωριστός — příslušný, vlastní - μεμονωμένος - tacitamente (pt) - αμετάβλητωσ - ανάξια, αναξίωσ — hanebně - χρήσιμα, ωφέλιμα — užitečně - απαίσια, φρικτά — ohavně - wholeheartedly (en) - ειδικά — výhradně, zvlášť - immediately (en) - αμέσως - κατευθείαν — přímo, rovnou - συμβατικός, τυπικός — konvenční, obvyklý - αλλόκοτος, εκκεντρικός, παράδοξος, παράξενος — bizarní, divoký, excentrický, výstřední - υλικός — hmotný - λαθεμένος — chybný, mylný, pomýlený - αληθοφανήσ, αξιόπιστος, πιστευτός — hodnověrný, uvěřitelný, věrohodný - απίστευτος, εκπληκτικός — neuvěřitelný - ακατανόητος, βαρύς, ζόρικος, κοπιώδης — nesnadný, těžko zvládnutelný, těžký - δυσκολομεταχείριστος, δύσκολος, λεπτός — choulostivý, delikátní, lechtivý, ožehavý - serious (en) - δύσκολος, ενοχλητικός, προβληματικός — namáhavý, nepříjemný, obtížný, rušivý - εύκολος — jednoduchý, snadný - απλός, καθαρός, σκέτος, στοιχειώδης — čistý, elementární - αβρός, γλυκομίλητος — hladký, úlisný - přímý - břitký, ostrý - αποδοτικός, αποτελεσματικός, δραστικός, εντυπωσιακός, τελεσφόρος — efektní, schopný, účinný - εφαρμοστός, στενός — těsný - αυτόσ που απέχει εξ ίσου - ισόπλευρος — rovnostranný - βασικός, στοιχειώδης — základní - crinkled, crinkly, rippled, wavelike, wavy (en) - σιωπηλόσ, σιωπηρόσ, σκωπηρόσ — nevyslovený, tichý, vyrozuměný - εσωτερικός — interní, vnitřní - εσωτερικός, εσώτερος — vnitřní - εξωτερικός, που φαίνεται — exterierní, venkovní, vnější - cizí - λειτουργικός — funkční, praktický, provozní, služební - γενικός, καθολικός — generální, obecný, povšechný, široký, všeobecný - ειδικός, συγκεκριμένος — specifický - γενναιόδωρος — nešetřící, pěkný, štědrý, velkorysý - σπάταλοσ — štědrý - άθλιος, δύστροπος, παρακατιανός, σκληρός, τσιγγούνησ — krutý, lakomý, mizerný, rozladěný, skoupý, ubohý, zlý - parsimonious, penurious (en) - γερός, ευεργετικός, ευχάριστος, ευχαριστημένος, καλός, κεφάτος, που είναι σε καλή κατάσταση, υγιής, ωφέλιμος — blahodárný, dobře, dobrý, prospěšný - ευπρόσδεκτος — vhodný, vítaný - βολικός, κατάλληλος — vhod, vhodný, vyhovující - άθλιος, φρικτός — mizerný - negative (en) - αγαθός, ευγενικός, ικανοποιητικός, καλός, λογικός — dobrý, laskavý - κακός — nekalý, temný - ανόσιος, ασεβής, δαιμονικόσ, δαιμόνιος, διαβολικός, εξωφρενικός, παράλογος, σατανικός — ďábelský, démonický, neuctivý, příšerný, zlomyslný - μεφιστοφελικόσ - ευτυχισμένοσ, μακάριος — blažený, šťastný - χαμηλός — nízký - ανθρώπινος — humánní, lidský - ανθρωπιστικός, ανθρώπινος — humánní, lidský - κτηνώδης, χυδαίος — brutální, hrubý, potvorný, surový, zvířecí, zvířecký - μικρός — drobný, malý - εξαιρετικός, ισχυρός, μεγάλος, ουσιώδης, σημαντικός, σπουδαίος, υψηλός — pádný, podstatný, významný - velký - βασικός, θεμελιώδης, καίριος, κύριος, σημαντικός — hlavní, klíčový, nejdůležitější, podstatný, ústřední, základní - ανώτερος, κυριότερος, κύριος, ο κύριος, ο πιο σημαντικός, πρωταρχικός — hlavní, korunní, primární, prvořadý, prvotní, vysoký - ιστορικός — historický - důležitý, vážný, závažný - estratégico (pt) - πολύτιμος — cenný, hodnotný, užitečný - ασήμαντοσ — malý, nicotný - ενδιαφέρων — zajímavý - γοητευτικός, συναρπαστικός — poutavý, zajímavý - ανιαρός, βαρετός, βαρύς, ενοχλητικός, κουραστικός, ψυχοφθόρος — duchamorný, nezáživný, obtížný, suchopárný, únavný - για άντρα, μεγάλος σε μέγεθος, που είναι μεγάλου μεγέθους — veliký - πλατύς, σε φάρδος, φαρδύς — široký - ογκώδης — neskladný, objemný, veliký - ευρύχωρος — objemný, prostorný - καταπληκτικός, κολοσσιαίος — obrovský, ohromující - διπλάσιος, διπλός — dvojitý - τεράστιος — hrozitánský, náramný, nebetyčný, nesmírný, obrovitý, ohromný, pořádný, velikánský, velký - γιγάντιος, γιγαντιαίος — obří, obrovský - γιγάντιος, πελώριος, τεράστιος — mamutí, obrovský - απέραντος — nesmírný, obrovský - πελώριος, τεράστιος — obrovský - μικρο-, μικροκαμωμένος, μικροσκοπικός — drobný, křehký, maličký, malinký, mikro-, miniaturní - εικονικός, κλασματικός, μικροσκοπικός, συμβολικός — nepatrný, zlomkový - ήπιος, ε λαφρός, επιεικής — lehký, mírný - εντατικός — intenzivní, usilovný - απαίσιος, δεινός, σοβαρός, τρομερός — děsný, ukrutný, vážný - silný - εξωφρενικός, υπέρμετροσ, υπερβολικός — nadměrný, nepřiměřený, přehnaný, přemrštěný - εξωφρενικός — nekřesťanský, přehnaný, vyděračský, závratný - ολοκληρωμένος, ριζικός, ριζοσπαστικός — ultra-, zásadní - ηθικός — morální, mravný - άσωτος, έκφυλος, ακόλαστος, ανήθικος, εκφυλισμένος — degenerovaný, nepočestný, nezřízený, prostopášný, zhýralý, zkažený - přírodní - απεχθής, αποκρουστικός, απωθητικός — odporný, ohavný - άθλιος, αηδιαστικός, αντιπαθητικός, βρομερός — hnusný, nechutný, odporný - παλαιός, πρώην , τέως — starý - καινούριος, νέα, νέο, νέος, πρωτόγνωρος, πρόσφατος — čerstvý, čistý - recent (en) - unused (en) - panenský - ηλικίας, ηλικιωμένος — postarší, starý, ve věku - maior de edade (pt) - επίτιμοσ - ανώριμος, νέος, νεανικός — mladistvý, svěží - έφηβος, εφηβικός — dospívající, mladistvý, výrostek - κοριτσίστικη, κοριτσίστικο, κοριτσίστικος — dívčí - μικρός — malý - κοινός, μέτριος — obyčejný, průměrný, tuctový - καλούτσικος, μέσος, μέτριος — prostřední, průměrný, střední, ucházející - κοινός, συνήθης - κοινός, συνηθισμένος — každodenní, řemeslný, všední - θαυμάσιος, θαυμαστός, καταπληκτικός, τεράστιος, τρομερός, φανταστικός — báječný, kolosální, náramný, obrovský, skvělý, úchvatný, úžasný - πρωτότυπος — originální, původní, svérázný - καινούριος, πρωτοποριακός — neotřelý, novátorský - groundbreaking, innovational, innovative (en) - κοινότοπος, τετριμμένος — otřelý - αποδεκτός — přijatelný, přípustný - απολαυστικός, ευχάριστος - θετικά φορτισμένος, θετικός, κατηγορηματικός, σαφής — jednoznačný, kladný, pozitivní, souhlasný - αρνητικός — negativní, odmítavý - ουδέτερος — nestranný, neutrální - δραστικός, δυνατός, ισχυρός — mocný, silný - πιεστικόσ — donucovací - silný - ισχυρόσ, σθεναρόσ - αδύναμος, ανήμπορος, ανίσχυρος — bezmocný, slabý - αξιοπρεπής, ευπρεπής, καθωσπρέπει, ταιριαστός, όμορφος — půvabný, slušný, spořádaný - αυστηρά τυπικός, πουριτανός, σεμνότυφος — puritánský, upjatý - άψογος, ανόθευτος, καθαρός — čistý, neposkvrněný, průzračný, ryzí - γερός, υγιής — pevný, zdravý - αδικαίωτοσ, αναιτιολόγητοσ - κανονικός — pravidelný, regulérní - καθημερινός — denně, každodenní - úřední - ίδιος, παρόμοιος, που δεν έχει αλλάξει, όμοιος — podobný, stejný, tentýž, týž - διαφορετικός — odlišný, rozdílný, různý - διάφορος, ποικίλος — různý - παρόμοιος, όμοιος — obdobný, podobný - μη ικανοποιητικός — neuspokojivý - αξιόλογος, που έχει ειδικό νόημα, σημαντικός, σπουδαίος — důležitý, významný - ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντος, επουσιώδης — bezvýznamný, nedůležitý, nepatrný, nevýznamný, zanedbatelný - βασικός, θεμελιώδης — elementární, fundamentální, základní - περίπλοκος — složitý - μπερδεμένος, περίπλοκος — komplikovaný, složitý, spletitý - kombinovaný, kompozitní, složený - συκοφαντικόσ, ψευτοκολακευτικόσ — patolízalský - ίσιος, ευθύς — přímý, rovný, správně umístěný - ροζιασμένος — pokřivený, zkroucený - křivolaký - έντονος, γερός, δυνατός, ισχυρός — mocný, ostrý, prudký, zdatný - αδύναμος — slabý - αρκετός, επαρκής, ικανοποιητικός — dobrý, dost, přiměřený, úměrný - ανεπαρκής, ανεπαρκώς — nedostatečně, nedostatečný, nepřiměřený - ανεπαρκής, λιγοστός, τοσοδούλης — příliš krátký - superior (pt) - άριστος, έξοχος, εξαιρετικός, θαυμάσιος, υπέροχος — jemný, krásný, skvělý, výborný, vynikající, výtečný, znamenitý - άριστος, εξαίρετος, επιδοκιμαστικός, επιθυμητός, καλής ποιότητας, σωστός, ωραίος — řádný, skvělý, výborný - ανάξιος, ασήμαντος — mizerný - εμπορικός, επικερδής — obchodnický - μέτριος — prostřední, průměrný - αραχνοΰφαντος — lehký, průsvitný - εξυπηρετικός, πρόθυμος να βοηθήσει — prospěšný - μάταιος — marný - ποικιλόχρωμος — pestrý, různobarevný - μεταβλητός — měnitelný - επαναληπτικόσ — opakovací - μη ενθουσιώδης, χλιαρός — vlažný - περιορισμένος, στενός — malicherný, omezený, úzký - cilíndrico (pt) - ανεκτόσ, υποστηρικτόσ - αλτρουισμός, ανιδιοτέλεια — altruismus - εκτίμηση, ευγένεια, νοιάξιμο, στοχασμός, στοχαστικότητα, υπόληψη — hloubavost, ohled, ohleduplnost - αβρότητα, διακριτικότητα, διπλωματικότητα, λεπτότητα, τακτ — takt, taktnost - διπλωματία, διπλωματικότητα, ευαισθησία, λεπτότητα — delikátnost, diplomacie, finesa, jemnost, obratnost - αρετή, ηθική ανωτερότητα — ctnost, mravnost - αρετή — ctnost - δίκαιο, δικαιοσύνη, δοκαιοσύνη — oprávněnost, spravedlnost - δίκαιο, δίκιο — pravda, právo - ανθεκτικότητα, αντοχή, ευρωστία, ρωμαλεότητα, ρώμη, τόλμη — mohutnost, otužilost, vitalita - θάρρος, κουράγιο, κότσια — odvaha - αντοχή, δύναμη — výdrž - αχίλλειος φτέρνα — Achilova pata - ρυθμός — spád, tempo - zrychlení[Domaine]
-