Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
action de se séparer d'une communauté (fr)[Classe]
division externe, scission d'un parti politique (fr)[Classe]
divisão[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
διαίρεση, χώρισμα, όριο — divisão, divisória[Hyper.]
ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση, αποχωρίζομαι, κινούμαι, πηγαίνω σε διαφορετική κατεύθυνση, χωρίζω, χωρίζω από την παρέα — separar, separar-se - διαλύω, διασπώ, διχάζω, μοιράζω, χωρίζω — dividir, partir, romper - σχισματικός — cismático[Dérivé]
scissionniste (fr)[Rel.]
ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση, αποχωρίζομαι, κινούμαι, πηγαίνω σε διαφορετική κατεύθυνση, χωρίζω, χωρίζω από την παρέα — separar, separar-se - διαλύω, διασπώ, διχάζω, μοιράζω, χωρίζω — dividir, partir, romper - σχισματικός — cismático[Dérivé]
cisão (n.) • cisma (n.f.) • dissidência (n.) • διχασμός (n.) • σχίσμα (n.)
-