Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
εκτέλεση; εκπλήρωση — تأدِيَه[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
ολοκλήρωση — إتمام, إتمام، إنجاز، كَمال[Hyper.]
εκτελώ, κάνω, ολοκληρώνω — أتمم, أَنْجَزَ, تمّم, عَمَلَ, قام, نَفَّذَ, يفْعَلُ، يَقومُ بِ, يُنَفِّذُ، يُنْهي[Nominalisation]
εκπληρώνω, ολοκληρώνω επιτυχώς, πραγματώνω, φέρω σε πέρας — أنجز, أَتَمَّ, أَكْمَلَ, أَنْجَزََ, قضى, نفّذ, نَفََّذَ, ينجز, يُنَفِّذُ, يُنْجِز - ανταποκρίνομαι σε, εκπληρώνω, ζω σύμφωνα με, ικανοποιώ, κάνω κπ. να ευχαριστηθεί, καλύπτω, τηρώ — أنجز, حَقَّقَ, شرف, يَحْتَرِم, يَعيش حَسَب أو طِبْقا لِ, يُرْضي، يُسِر, يُرْضي، يُشْبِع رَغَبَةً, يُلَبِّي, يُنَفِّذ، يَسْتَوْفي الشُّروط[Dérivé]
self-actualization, self fulfillment, self-fulfillment, self-realisation, self-realization (en)[Spéc.]
εκπληρώνω, ολοκληρώνω επιτυχώς, πραγματώνω, φέρω σε πέρας — أنجز, أَتَمَّ, أَكْمَلَ, أَنْجَزََ, قضى, نفّذ, نَفََّذَ, ينجز, يُنَفِّذُ, يُنْجِز - ανταποκρίνομαι σε, εκπληρώνω, ζω σύμφωνα με, ικανοποιώ, κάνω κπ. να ευχαριστηθεί, καλύπτω, τηρώ — أنجز, حَقَّقَ, شرف, يَحْتَرِم, يَعيش حَسَب أو طِبْقا لِ, يُرْضي، يُسِر, يُرْضي، يُشْبِع رَغَبَةً, يُلَبِّي, يُنَفِّذ، يَسْتَوْفي الشُّروط[Dérivé]
ολοκλήρωση (n.) • إنجاز (n.) • إنْجاز، تَنْفيذ، تَحْقيق (n.)
-