» 

dicionario analógico

δράση, ενέργεια, πράξηacte, action - αποτυχίαinaccomplissement, inachèvement, non accomplissement - penchement - motivation - hypothèse - απόρριψηrejet - confiscation - απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόλησηactivité, occupation - ντύσιμοhabillement - κρίση, υπολογισμόςappréciation, évaluation, jugement - παραγωγήproduction - διαμονή, παραμονήséjour - διαμονήhabitation, logement, occupation, séjour - αδράνεια, απραξίαinactivité - ανάμειξη, εμπόδιο, τροχοπέδηingérence - σταμάτημα, φράξιμοarrêt - ομάδα δράσηςaction de groupe - διανομή, κατανομήdiffusion, distribution - légitimation - permissive waste, waste (en) - διακήρυξηproclamation - δραστηριότητα επικοινωνίας, επικοινωνίαcommunication - λόγος, πράξη λόγουacte de discours, acte de langage, acte de parole - ρόλοςrôle - παραγωγήproduction - δραστηριότητα, ενεργητικότηταactivité - επιμέλεια, προσοχήprudence - απόκτησηacquisition - πρόκλησηcause, provocation - délivrance, délivrance obstétrique - αναχώρηση, αποχώρηση, μετακίνηση, πηγαινέλαdépart, sortie - ανακάλυψη, εύρεσηdécouverte - απαλλαγή, απομάκρυνσηdébarras, enlèvement - εκπλήρωση, πραγμάτωση, υλοποίησηaccomplissement, effectuation, réalisation - apparition - εξίσωσηégalisation - εκταφήexhumation - mitzvá (pt) - ενεργοποίηση, προώθησηforce motrice, force propulsive, propulsion - ανάκτηση, επανεύρεσηrecouvrement, récupération - δραπέτευση, σκάσιμοfuite - άγγιγμα, επαφή, συνεύρεσηattouchement, contact, toucher - derivation (en) - souscription[Spéc.]

αποτελώ το έναυσμα, γίνομαι η αιτία να ξεκινήσει κτ., κάνω κπ. να αρχίσει να κάνει κτ., κινώ, παρέχω ισχύ, προκαλώ, πυροδοτώactiver, faire marcher, faire partir, mettre en action, mettre en branle, mettre en marche, mettre en mouvement, mettre en route - βάζω, παρακινώ, σπρώχνω, ωθώinciter, motiver, pousser - ενεργώagir[Dérivé]

acte (n.m.) • action (n.f.) • action humaine (n.f.) • δράση (n.) • πράξη (n.)

-