» 

dicionario analógico

άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύποςalguém, alma, homem, indivíduo, mortal, pessoa, ser humano - παράγονταςagente - φύσηnatureza - απόκρυφες δυνάμεις, υπερφυσικές δυνάμειςsobrenatural - πρωταίτιοσ - μοίρα, πεπρωμένοdestino - catalisadores, catalizador - deus ex machina - αυτός που χειραγωγεί και εκμεταλλεύεται τους άλλους, χειριστής, χειριστής μηχανήςmanipulador, operador - δύναμηforça - ζωτική αρχή - motor - assassino, matador - επικινδυνότητα, κίνδυνοςameaça, perigo, risco - παράγονταςagente - πνευματικό ον - theurgy (en)[Spéc.]

αιτιατό, αιτιολογία, αιτιότηταcausalidade[Propriété~]

επιφέρω, περικλείω, περιλαμβάνω, προκαλώarrebatar, causar, causar., provocar - ανέχομαι, προκαλώinduzir - προξενώprovocar - πίσω από βρίσκομαιestar por trás de[Dérivé]

agente causador (n.) • causa (n.f.) • causador (n.) • αιτία (n.) • λόγος (n.m.)

-