Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
cela; célula (pt)[ClasseHyper.]
biology (en)[Domaine]
Cell (en)[Domaine]
いきもの, かつぶつ, 活物, 生き物 — ζωντανός οργανισμός, ον - じったい, そんざいしゃ, エンティティ, 存在者, 実体 — οντότητα[Hyper.]
細胞の — κυτταρικός - 細胞の[Dérivé]
しせつ, せいぶつ, 施設, 有機体, 生き物, 生体, 生活体, 生物 — οργανισμός[Desc]
バイオロジー, 生物, 生物学, 生物科学 — βιολογία, βιολογική επιστήμη[Domaine]
odontoblast (en) - 割球 — κυτταροτροφοβλάστης - κύτταρο σε σχήμα μαστιγίου - ηπατικό κύτταρο, κύτταρο του Kupffer - Célula beta (pt) - 体細胞 — σωματικό κύτταρο - 芽体 — βλάστημα - せつごうし, 受精卵, 接合子 — ζυγωτής - parthenote (en) - εμβρυϊκό κύτταρο, κύτταρο σχηματισμού όντος - acaryote, akaryocyte, akaryote (en) - せいしょくさいぼう, 性細胞, 生殖細胞 — αναπαραγωγικό κύτταρο - κύτταρο παραγωγής γαμετών - 極体 — κύτταρο αποχωριζόμενο στη μείωση - ライディッヒ細胞 — κύτταρο Leydig - セルトリ細胞 — κύτταρο Sertoli - archespore, archesporium (en) - 娘細胞 - ぼさいぼう, 母細胞 — ωάριο - arthrospore (en) - arthrospore (en) - しんけいかく, しんけいさいぼう, ニューロン, 神経核, 神経細胞 — νευρικό κύτταρο, νευρώνας - recombinant (en) - fibra, fibras (pt) - 植物細胞[Spéc.]
細胞の - celluleux (fr)[Rel.]
細胞外 - 細胞間 - 細胞内 - 単細胞の — με ένα νομοθετικόν σώμα, μονοθάλαμοσ - 細胞の — κυτταρικός[Dérivé]
さいぼうへき, 原形質膜, 細胞壁, 細胞膜 — κυτταρικό τοίχωμα - プロトプラスト — πρωτοβλάστη - さいぼうしつ, 細胞質 — κυτταρόπλασμα - かく, 核, 細胞核 — πυρήνας, πυρήνας κυττάρου - 細胞器官, 細胞小器官 — κυτταρικό όργανο - えきほう, 液胞, 空胞 — κενοτόπιο, χυμοτόπιο[Desc]
全能性[Domaine]
-