» 

dicionario analógico

odontoblast (en) - 割球κυτταροτροφοβλάστης - κύτταρο σε σχήμα μαστιγίου - ηπατικό κύτταρο, κύτταρο του Kupffer - Célula beta (pt) - 体細胞σωματικό κύτταρο - 芽体βλάστημα - せつごうし, 受精卵, 接合子ζυγωτής - parthenote (en) - εμβρυϊκό κύτταρο, κύτταρο σχηματισμού όντος - acaryote, akaryocyte, akaryote (en) - せいしょくさいぼう, 性細胞, 生殖細胞αναπαραγωγικό κύτταρο - κύτταρο παραγωγής γαμετών - 極体κύτταρο αποχωριζόμενο στη μείωση - ライディッヒ細胞κύτταρο Leydig - セルトリ細胞κύτταρο Sertoli - archespore, archesporium (en) - 娘細胞 - ぼさいぼう, 母細胞ωάριο - arthrospore (en) - arthrospore (en) - しんけいかく, しんけいさいぼう, ニューロン, 神経核, 神経細胞νευρικό κύτταρο, νευρώνας - recombinant (en) - fibra, fibras (pt) - 植物細胞[Spéc.]

細胞の - celluleux (fr)[Rel.]

細胞外 - 細胞間 - 細胞内 - 単細胞のμε ένα νομοθετικόν σώμα, μονοθάλαμοσ - 細胞のκυτταρικός[Dérivé]

さいぼうへき, 原形質膜, 細胞壁, 細胞膜κυτταρικό τοίχωμα - プロトプラストπρωτοβλάστη - さいぼうしつ, 細胞質κυτταρόπλασμα - かく, 核, 細胞核πυρήνας, πυρήνας κυττάρου - 細胞器官, 細胞小器官κυτταρικό όργανο - えきほう, 液胞, 空胞κενοτόπιο, χυμοτόπιο[Desc]

全能性[Domaine]

κύτταρο (n. neu.) • セル (n.) • 細胞 (n.)

-