Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
έκλυση ηθών, αδικία, ανηθικότητα, αχρειότητα, κακία, κακοήθεια — imoralidade, mal, maldade - κακία, μοχθηρία, φαυλότησ, φαυλότητα — maldade - ανηθικότητα — iniqüidade, maldade - με κακία, μοχθηρά — maldosamente, malevolamente[Dérivé]
ενάρετος — virtuoso[Ant.]
ανηθικότητα — iniqüidade, maldade - κακία, μοχθηρία, φαυλότησ, φαυλότητα — maldade - έκλυση ηθών, αδικία, ανηθικότητα, αχρειότητα, κακία, κακοήθεια — imoralidade, mal, maldade[Dérivé]
mau - heavy (en) - άνομοσ — ímpio - irreclaimable, irredeemable, unredeemable, unreformable (en) - άθλιος, αχρείος, φαύλος — malvado - αμαρτωλόσ — pecável - atroz, hediondo, monstruoso[Similaire]
ενάρετος — virtuoso[Ant.]
-