Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
qui a acquis une grande expérience[Classe]
compétent[Classe]
de façon experte, expertement — έμπειρα[Adv.]
connaisseur, expert, spécialiste — έμπειρος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας[CeQuiEst~]
habileté — επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα - pratique — κατάρτιση - grande compétence, maîtrise — γνώση, επάρκεια, ικανότητα, κατανόηση - expertise — δαημοσύνη, ειδημοσύνη - as, crack, expert, superstar, virtuose — άσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνος - adresse, facilité — επιδεξιότητα, ευχέρεια[Dérivé]
capable (adj.) • compétent (adj.) • qualifié (adj.) • έμπειρος (adj.) • γνώστης (adj.) • διπλωματούχος (adj.) • επιδέξιος (adj.) • ικανός (adj.) • καλός (adj.) • πεπειραμένος (adj.) • που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα (adj.)
-