Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
être caractérisé par une différence (fr)[Classe]
διαφορά, υπόλοιπο — diferença, discordância - diferente - ανόμοιος, διαφορετικός — desigual, diferente - διαφορετικός — diferente - άλλος, έτερος, διαφορετικός — diferente, díspar - diferente[Dérivé]
ίσον , ισοδυναμώ, ισοφαρίζω, ισούμαι με, κάνω — equivaler, ser igual a[Ant.]
αποκλίνω — divergir, variar - variar - έρχομαι σε αντίθεση — contrapor, contrapor-se, contrastar[Spéc.]
άλλος, έτερος, διαφορετικός — diferente, díspar[Qui~]
διαφορά, υπόλοιπο — diferença, discordância - ανόμοιος, διαφορετικός — desigual, diferente - διαφορετικός — diferente[Dérivé]
ίσον , ισοδυναμώ, ισοφαρίζω, ισούμαι με, κάνω — equivaler, ser igual a[Ant.]
ser diferente (v.) • διαφέρω (v.)
-