Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
réjouir (fr)[Classe]
γιορτάζω, εορτάζω — celebrar - γλεντοκοπάω, γλεντοκοπώ — farrear, participar de tumulto[Hyper.]
γλέντι, διασκέδαση, εορτασμός, πανηγυρισμός, συγκέντρωση — celebração, farra, regozijo - ευθυμία, ξεφάντωμα, χαρά — alegria, pândega - αναστάτωση, σαματάς, φασαρία — barulho nocturo, desordem, ruído - αυτός που διασκεδάζει, γλεντζέσ, γλεντοκόπος, γλετζέσ, διασκεδαστήσ, παλικαράσ, ταραξίασ — estroina, fanfarrão, folião, pessoa barulhenta - γλεντών — beberrão, farrista[Dérivé]
γλεντοκοπάω, γλεντοκοπώ — farrear, participar de tumulto[Spéc.]
γλέντι, διασκέδαση, εορτασμός, πανηγυρισμός, συγκέντρωση — celebração, farra, regozijo[Nominalisation]
réjouissant (fr) - jouissant (fr)[Qui~]
ευθυμία, ξεφάντωμα, χαρά — alegria, pândega - αναστάτωση, σαματάς, φασαρία — barulho nocturo, desordem, ruído - αυτός που διασκεδάζει, γλεντζέσ, γλεντοκόπος, γλετζέσ, διασκεδαστήσ, παλικαράσ, ταραξίασ — estroina, fanfarrão, folião, pessoa barulhenta - γλεντών — beberrão, farrista[Dérivé]
γλεντώ (v.)
-