Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
prevenção — εμπόδιο, παρεμπόδιση, πρόληψη - preservativo, preventivo — προληπτικός[Dérivé]
atrasar, reter — κρατώ[Domaine]
deixar, permitir — αφήνω, εγκρίνω, επιτρέπω, καθιστώ κτ. εφικτό[Ant.]
defender — αμύνομαι, αναλαμβάνω την υπεράσπιση κπ. στο δικαστήριο, υπερασπίζομαι - afastar, excluir, trancar a porta contra — αποκλείω, δεν εισέρχομαι, εμποδίζω, επισκιάζω, κλειδώνω έξω, μένω ή κρατώ κπ. έξω - guardar - afastar-se — αποτρέπω, κρατώ ή κρατιέμαι σε απόσταση - blank (en) - estorvar, evitar, impedir, obstruir — δυσκολεύω, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω - εμποδίζω[Spéc.]
prevenção — εμπόδιο, παρεμπόδιση, πρόληψη - preservativo, preventivo — προληπτικός[Dérivé]
atrasar, reter — κρατώ[Domaine]
deixar, permitir — αφήνω, εγκρίνω, επιτρέπω, καθιστώ κτ. εφικτό - deixar de, evitar — δεν μπορώ να εμποδίσω[Ant.]
evitar (v.) • προλαβαίνω (v.)
-