Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.032s
emprego, tarefa, trabalho — απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - operário — εργάτης - trabalho — έργο - trabalhador — δουλεύτης - agente — αυτός που κάνει κτ.[Dérivé]
ter emprego — απασχολούμαι, δουλεύω[Domaine]
go through, run through, work through (en) - ao acaso fazer, fazer bricolage, mexer, portar-se mal — απασχολούμαι σε ασήμαντες δουλειές, παίζω, τεμπελιάζω, χαζεύω, ψευτοδουλεύω - carpintejar - clerk (en) - page (en) - wait, waitress (en) - dar a sua contribuição — δε σκέφτομαι κόπους ή έξοδα, κάνω κτ. με ενθουσιασμό, κάνω το καθήκον μου - fazer campanha, fazer campanha para, manifestar-se a favor de — κάνω προεκλογικό αγώνα - ajudar, assistir, auxiliar, prestar assistência - beaver, beaver away (en) - trabalhar, trabalhar em - labutar — δουλεύω σκληρά, μοχθώ, παιδεύομαι, περπατώ βαριά και με κόπο - contrabandear, interessar-se por, ocupar-se, passar — απασχολούμαι, απασχολούμαι με κτ., απασχολώ, ασχολούμαι, γεμίζω το χρόνο μου, επιδίδομαι, καταπιάνομαι με - colaborar, cooperar, trabalhar junto, unir forças, unir-se — ενώνω τις δυνάμεις μου, συμπράττω, συνασπίζομαι, συνεργάζομαι - voluntário — προσφέρομαι εθελοντικά - especializar-se, ser especialista — ειδικεύομαι - minister (en) - internar — θέτω υπό περιορισμό - capitanear — είμαι αρχηγός - boondoggle (en) - poupar — είμαι φειδωλός, κάνω οικονομίες - υπηρετώ - trabalhar — δουλεύω - bichiri (ro) - whore (en)[Spéc.]
emprego, tarefa, trabalho — απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - operário — εργάτης - trabalho — έργο - trabalhador — δουλεύτης - agente — αυτός που κάνει κτ.[Dérivé]
ter emprego — απασχολούμαι, δουλεύω[Domaine]
preguiçar — αδρανώ, τεμπελιάζω, χασομερώ[Ant.]
trabalhar (v.) • βάζω κπ. να δουλεύει (v.) • δουλεύω (v.) • εργάζομαι (v.)
-