» 

dicionario analógico

go through, run through, work through (en) - ao acaso fazer, fazer bricolage, mexer, portar-se malαπασχολούμαι σε ασήμαντες δουλειές, παίζω, τεμπελιάζω, χαζεύω, ψευτοδουλεύω - carpintejar - clerk (en) - page (en) - wait, waitress (en) - dar a sua contribuiçãoδε σκέφτομαι κόπους ή έξοδα, κάνω κτ. με ενθουσιασμό, κάνω το καθήκον μου - fazer campanha, fazer campanha para, manifestar-se a favor deκάνω προεκλογικό αγώνα - ajudar, assistir, auxiliar, prestar assistência - beaver, beaver away (en) - trabalhar, trabalhar em - labutarδουλεύω σκληρά, μοχθώ, παιδεύομαι, περπατώ βαριά και με κόπο - contrabandear, interessar-se por, ocupar-se, passarαπασχολούμαι, απασχολούμαι με κτ., απασχολώ, ασχολούμαι, γεμίζω το χρόνο μου, επιδίδομαι, καταπιάνομαι με - colaborar, cooperar, trabalhar junto, unir forças, unir-seενώνω τις δυνάμεις μου, συμπράττω, συνασπίζομαι, συνεργάζομαι - voluntárioπροσφέρομαι εθελοντικά - especializar-se, ser especialistaειδικεύομαι - minister (en) - internarθέτω υπό περιορισμό - capitanearείμαι αρχηγός - boondoggle (en) - pouparείμαι φειδωλός, κάνω οικονομίες - υπηρετώ - trabalharδουλεύω - bichiri (ro) - whore (en)[Spéc.]

emprego, tarefa, trabalhoαπασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - operárioεργάτης - trabalhoέργο - trabalhadorδουλεύτης - agenteαυτός που κάνει κτ.[Dérivé]

ter empregoαπασχολούμαι, δουλεύω[Domaine]

preguiçarαδρανώ, τεμπελιάζω, χασομερώ[Ant.]

trabalhar (v.) • βάζω κπ. να δουλεύει (v.) • δουλεύω (v.) • εργάζομαι (v.)

-