» 

dicionario analógico

έχω πρόσβαση[Spéc.]

recouvrable (fr)[QuiPeutEtre]

ανάκαμψη, ανάνηψη, αποκατάσταση, ανακτώ την υγεία μου, συνέρχομαιrecuperação[Nominalisation]

ανάκτηση, επανεύρεσηrecuperação - Παλινόρθωση, ανάκτηση, αποκατάσταση, απόδοση, επιστροφήrestituição, retorno - recoverer, rescuer, saver (en)[Dérivé]

ανακτώ, ανευρίσκω, βρίσκω, επανακτώ, ξαναβρίσκω, ξαναγυρίζωachar, devolver, encontrar, recuperar, recuperar-se, reencontrar, voltar a alcançar[Domaine]

reconquistar (v.) • recuperar-se (v.) • voltar a ganhar (v.) • ανακαταλαμβάνω (v.) • επανακτώ (v.) • ξαναβρίσκω (v.)

-