Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
faire rire (fr)[Classe]
απόλαυση, ευτυχία, ευχαρίστηση, ηδονή, μεγάλη χαρά, πηγή χαράς, τέρψη — alegria, prazer - αγαλλίαση, απόλαυση, ευτυχία, χαρά — alegria, júbilo, prazer[Dérivé]
ευφραίνω, χαροποιώ[Cause]
overjoy (en)[Spéc.]
réjouissant (fr)[Qui~]
απόλαυση, ευτυχία, ευχαρίστηση, ηδονή, μεγάλη χαρά, πηγή χαράς, τέρψη — alegria, prazer - αγαλλίαση, απόλαυση, ευτυχία, χαρά — alegria, júbilo, prazer[Dérivé]
φτιάχνω τη μέρα κπ., χαροποιώ — fazer alguém feliz[Similaire]
θλίβομαι, θλίβω — entristecer[Ant.]
alegrar (v.) • χαροποιώ κπ. (v.)
-