» 

dicionario analógico

ανακτώ, μεταφέρω, ξαναβρίσκω, ξαναζωντανεύωfazer reviver - καμαρώνω, περηφανεύομαι για, υπερηφανεύομαι γιαdar atenção a, exultar, orgulhar-se de, regozijar-se com, ufanar-se - smolder, smoulder (en) - διέπομαι, διακατέχομαι, τρέφωalimentar, nutrir - cool off (en) - αγανακτώ, ανάβω, γίνομαι έξω φρενών, γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι, θυμώνω, νευριάζω, φουρκίζομαι, χολιάζωperder a cabeça - εκνευρίζομαι - υποφέρωsofrer - despender gases mefíticos - μεταμελούμαι, μετανιώνω, μετανοώarrepender-se, fazer falta, lamentar, sentir, sentir saudades de - θλίβομαι, λυπάμαιentristecer - αγαλλιάζω, πανηγυρίζω, χαίρομαιalegrar-se, estar contente, estar satisfeito, regozijar-se - compartilhar, partilhar, simpatizar - υπερηφανεύομαι - καίγομαιarder - die (en) - fly high (en) - λαμποκοπώ - glow (en) - ανάβω, ανυπομονώ, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαιferver - incline (en)[Spéc.]

αίσθημα, αίσθημα στοργής, πάθος, συγκίνηση, συμπάθεια, συναίσθημαafeição, senso, sentimento - εμπειρίαexperiência - εμπειρίαexperiência - εντύπωσηopinião[Dérivé]

δίνω την εντύπωση, συγκινώ, φαίνομαιafetar, bater, comover, comover-se, impressionar, tocar[Cause]

αισθάνομαι οίκτο, λυπάμαι, λυπούμαι, σπλαχνίζομαι, συμπάσχω, συμπαθώ, συμπονώapiedar-se de, compadecer-se, compadecer-se de, lamentar, lastimar, ter dó de, ter pena de, ter piedade de[Analogie]

sentir (v.) • αισθάνομαι (v.) • νοιώθω (v.) • υποφέρω

-