Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.031s
percevoir une sensation (morale ou physique) (fr)[ClasseHyper.]
αίσθημα, αίσθημα στοργής, πάθος, συγκίνηση, συμπάθεια, συναίσθημα — afeição, senso, sentimento - εμπειρία — experiência - εμπειρία — experiência - εντύπωση — opinião[Dérivé]
ανακτώ, μεταφέρω, ξαναβρίσκω, ξαναζωντανεύω — fazer reviver - καμαρώνω, περηφανεύομαι για, υπερηφανεύομαι για — dar atenção a, exultar, orgulhar-se de, regozijar-se com, ufanar-se - smolder, smoulder (en) - διέπομαι, διακατέχομαι, τρέφω — alimentar, nutrir - cool off (en) - αγανακτώ, ανάβω, γίνομαι έξω φρενών, γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι, θυμώνω, νευριάζω, φουρκίζομαι, χολιάζω — perder a cabeça - εκνευρίζομαι - υποφέρω — sofrer - despender gases mefíticos - μεταμελούμαι, μετανιώνω, μετανοώ — arrepender-se, fazer falta, lamentar, sentir, sentir saudades de - θλίβομαι, λυπάμαι — entristecer - αγαλλιάζω, πανηγυρίζω, χαίρομαι — alegrar-se, estar contente, estar satisfeito, regozijar-se - compartilhar, partilhar, simpatizar - υπερηφανεύομαι - καίγομαι — arder - die (en) - fly high (en) - λαμποκοπώ - glow (en) - ανάβω, ανυπομονώ, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι — ferver - incline (en)[Spéc.]
αίσθημα, αίσθημα στοργής, πάθος, συγκίνηση, συμπάθεια, συναίσθημα — afeição, senso, sentimento - εμπειρία — experiência - εμπειρία — experiência - εντύπωση — opinião[Dérivé]
δίνω την εντύπωση, συγκινώ, φαίνομαι — afetar, bater, comover, comover-se, impressionar, tocar[Cause]
sentir (v.) • αισθάνομαι (v.) • νοιώθω (v.) • υποφέρω
-