» 

dicionario analógico

écrire/dessiner au crayonγράφω, σχεδιάζω με μολύβι - délinéer, silhouetter - régler, tirer à la règleχαρακώνω - écrire à la craieγράφω με κιμωλία, σημειώνω, σημειώνω με κιμωλία - projeterρίχνω, σκορπώ - crayonnerζωγραφίζω με κραγιόνι, ιχνιγραφώ - quadriller - charbonner - κάνω πρόχειρα σχέδια, μουτζουρώνω - tracerαποτυπώνω γραφικά, σχεδιάζω, χαράζω - dessiner des bandes dessinées - ombrerβάζω σκιά σε, κάνω κτ. πιο σκούρο - ébaucher, esquisserσκιτσάρω, σχεδιάζω[Spéc.]

dessin, figure, schémaσχέδιο - desenho (pt) - dessinateurσχεδιάστρια[Dérivé]

délinéer, tracerζωγραφίζω, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω [Domaine]

dessiner (v. trans.) • αποδίδω (v.) • εικονίζω (v.) • ζωγραφίζω (v.)

-