Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
administration (en)[Domaine]
Declaring (en)[Domaine]
empreender, ser o pioneiro de — εισάγω, πρωτοεφαρμόζω, πρωτοπορώ, πρωτοχρησιμοποιώ[Hyper.]
constituição, criação, estabelecimento, formação, fundação, instituição, organização — ίδρυση, απόδειξη, εγκατάσταση, θεσμός, καθιέρωση, συγκρότηση, σχηματισμός - fundação — δημιουργία - fundador, pai — ιδρυτικό μέλος, πνευματικός πατέρας[Dérivé]
fixar — επισκευάζω, σταθεροποιώ, φιξάρω - nomear — βάζω, καθορίζω, ορίζω - descăleca (ro)[Spéc.]
constituição, criação, estabelecimento, formação, fundação, instituição, organização — ίδρυση, απόδειξη, εγκατάσταση, θεσμός, καθιέρωση, συγκρότηση, σχηματισμός - fundação — δημιουργία - fundador, pai — ιδρυτικό μέλος, πνευματικός πατέρας[Dérivé]
instituir (v.) • κάνω (v.) • καθιερώνομαι (v.) • καθιερώνω (v.)
-