» 

dicionario analógico

factotum (en)[Domaine]

IntentionalProcess (en)[Domaine]

προξενώأَدَّى إِلَى, أَسْفَرَ عَن, تَسَبَّبَ بِـ, تَسَبَّبَ فِي, سَبَّبَ, صنع, يُسَبِّب[Hyper.]

εκπλήρωση, πραγμάτωση, υλοποίησηإتّمام, تطبيق, تَطْبِيق, تَنْفِيذ - تأثير - مستجيب - έκβαση, αποτέλεσμα, επίδραση, επακόλουθο, σκορ, συνέπεια, τελικό αποτέλεσμαتأثير, تأثِير, تَأْثير, تَبِعَة, حَصيلَة, عَاقِبَة, نتيجة, نتيجَه، عَدَد الأهْداف او النُّقاط, نَتيجَه, نَتِيجَة - تأثير, تَأثِير - αποτελεσματικός, επιδέξιος, ικανόςكفوء, كُفء، قَدير، ماهِر - αποδοτικός, αποτελεσματικός, δραστικός, εντυπωσιακός, τελεσφόροςعمليّ, فعّال, فَعّال, فَعّال، ناجِع, كفوء, مُثير, ناجِع، فَعّال[Dérivé]

γίνεται, γίνομαι, γιορτάζω, διαδραματίζομαι, διενεργώ, λαμβάνει χώρα, οργανώνω, πραγματοποιείται, συμβαίνει, συμβαίνω, τυχαίνω σε κπ.جَدَّ, جَرَى, حدث, حظر, حَدَثَ, حَصَلَ, دارَ, وقع, وَقَعَ, يَجْري، يَعْقِدُ, يَجْري، يُقام, يَحْدُث, يَحْدُث، يَجْري, يَحْدُثُ لِ[Cause]

εκπληρώνω, ολοκληρώνω επιτυχώς, πραγματώνω, φέρω σε πέραςأنجز, أَتَمَّ, أَكْمَلَ, أَنْجَزََ, قضى, نفّذ, نَفََّذَ, ينجز, يُنَفِّذُ, يُنْجِز - draw, get (en) - γκρεμίζωعاجل - أقنع, حفّز, عجّل - χρησιμεύωخَدَمَ, سَاعَدَ - μεταβάλλω, τροποποιώاِخْتَلَفَ, بَدَّلَ, تغيّر, تفاوت, تَبَدَّلَ, تَغَيَّرَ, تَفَاوَتَ, تَقَلَّبَ, تَنَوَّعَ, عَدَّلَ, غَيَّر, قَلَبَ, يُخَفِّف، يُهَدِّئ ، يُعَدِّل ، يُغَيِّر[Spéc.]

εκπλήρωση, πραγμάτωση, υλοποίησηإتّمام, تطبيق, تَطْبِيق, تَنْفِيذ - تأثير - مستجيب - έκβαση, αποτέλεσμα, επίδραση, επακόλουθο, σκορ, συνέπεια, τελικό αποτέλεσμαتأثير, تأثِير, تَأْثير, تَبِعَة, حَصيلَة, عَاقِبَة, نتيجة, نتيجَه، عَدَد الأهْداف او النُّقاط, نَتيجَه, نَتِيجَة - تأثير, تَأثِير - αποδοτικός, αποτελεσματικός, δραστικός, εντυπωσιακός, τελεσφόροςعمليّ, فعّال, فَعّال, فَعّال، ناجِع, كفوء, مُثير, ناجِع، فَعّال[Dérivé]

κάνω (v.) • أَحْدَثَ (v.) • أَعَدَّ (v.) • أَنْتَجَ (v.) • أَنْشَأَ (v.) • تأثير (v.) • سَبَّبَ (v.)

-