Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
αλλάζω[Hyper.]
αποσύνδεση, απόσπαση - partitive, separating, separative (en) - διαιρετός - partitive (en)[Dérivé]
υποδιαιρώ - πολώνομαι - θρυμματίζω, κομματιάζω - κόβω, ξεκολλώ - αποσυνδέομαι, διαχωρίζομαι - αποκολλώ, ξεκολλώ - segregate (en) - dividir em segmentos (pt) - reduce (en) - χωρίζω εισ τμήματα - διαιρώ, χωρίζω, χωρίζω σε τμήματα - desmembrar (pt) - falsear, falsificar (pt)[Spéc.]
αποσύνδεση, απόσπαση - partitive (en) - διαιρετός[Dérivé]
διαχωρίζω, κρατώ κτ. χωριστά, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω κτ. σε μέρη[Cause]
διαμοιράζω, καταμερίζω, κατανέμω, μοιράζω[Domaine]
χωρίζομαι (v.)
-