» 

dicionario analógico

manicure (en) - ψαλιδίζω - εξομαλίζω, ισιάζω, λειαίνω, ξύνω, ομαλύνω, πλανίζω, ροκανίζω - κόβω σε φέτες - pink (en) - οδοντώ, πριονίζω - κόβω, τεμαχίζω - λαξεύω, σκαλίζω, χαράσσω - σμιλεύω - κόβω σε κύβους, ψιλοκόβω σε κύβους - julienne (en) - πελεκώ, πετσοκόβω - undercut (en) - hack (en) - cortar, decepar (pt) - κόβω, ρίχνω, τσεκουρώνω - cortar, talhar (pt) - κόβω - θρυμματίζω, σμπαραλιάζω, σπάω στην άκρη, συντρίβω - poda, recortar (pt) - circumcise (en) - enrugar (pt) - cortar, dividir (pt) - mortice, mortise (en) - ceifar, cortar, cortar a relva, foiçar, roçar (pt) - κόβω, σπάζω - κόβω - κόβω, πετσοκόβω, σκίζω - bater de leve (pt) - καρφώνω σόλεσ με πρόκεσ, κόβω με κοπτικό εργαλείο - τρυπώ - αποκόπτω, κόβω, κόβω με το ψαλίδι, σπάω, ψαλιδίζω - ανατέμνω - διχοτομώ - διαιρώ εισ τρία, τριχοτομώ - λαξεύω, πελεκώ - chatter (en) - cut away (en) - tomahawk (en) - saber, sabre (en) - rebate (en) - cradle (en) - διανοίγω, κομματιάζω, τέμνω, τεμαχίζω - trench (en) - αποσπώ κομμάτι από κτ., περικόπτω - κόβω, σκίζω - πριονίζω - cortar, dividir, podar, separar (pt) - γλύφω, λαξεύω, σκαλίζω, σμιλεύω - κόβω λοξά, κόπτω επικλινώσ, λοξεύω, λοξοτομώ, φαλτσογωνιάζω - crosscut, cut across (en) - rip (en) - transect (en)[Spéc.]

κοπή, κόψιμο - είδη μαχαιροποιίας, μαχαιροπήρουνα - κόπτης[Dérivé]

ακρωτηριάζω, κόβω - κάνω κλειτοριδεκτομή, κάνω περιτομή - σφάζω, σφάζω για το κρέας - διαπερνώ, τρυπώ - cut out (en) - cindir, clivar, partir (pt)[Domaine]

σκάβω, σκάπτω - διαγράφω, σβύνω[Analogie]

κόβω (v.)

-