Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
σαματάς — tumulto - αναστάτωση, βαβούρα, διαμαρτυρία, θόρυβοσ, νταβαντούρι, οχλαγωγία, οχλοβοή, σάλος, χάβρα, χαλασμόσ — algazarra, alvoroço, rusga, tumulto - αναστάτωση, σαματάς, φασαρία — barulho nocturo, desordem, ruído - θορυβώδεσ, θόρυβος — ruído[Dérivé]
ruidoso (adj.) • θορυβώδης (adj.) • πανηγυρικός (adj.)
-