» 

dicionario analógico

πλησιάζω αθόρυβαacercar-se, aproximar-se furtivamente - σε κατάσταση για επίθεση, στην επίθεσηestar na ofensiva - submarine (en) - σφυροκοπώbombardear, crivar - επιτίθεμαι, κτυπώ, πλήττω, χτυπώatacar - αντεπιτίθεμαιcontraatacar, contra-atacar - δηλητηριάζω με αέριοgazear - αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι, εφορμώemboscar, surpreender - επιτίθεμαι αιφνιδιαστικάbombardear - εισβάλλω, κατακτώ, καταλαμβάνωinvadir, ocupar - κατακλύζω, πολιορκώassediar, cercar, sitiar - βομβαρδίζω, βομβαρδίζω με πυρά πυροβολικούbombardear, bombear - strafe (en) - κανονιοβολώbombardear, bombear - τορπιλίζωtorpedear - bust, raid (en)[Spéc.]

δριμεία επίθεση, εισβολή, επίθεσηassalto, ataque - επιτιθέμενοςagressor, assaltante, atacante[Dérivé]

επιτίθεμαι, επιτίθεμαι φραστικά, κάνω επίθεση με σκοπό να σκοράρω, καταπιάνομαι, στήνω ενέδραatacar[Domaine]

αμύνομαι, αναλαμβάνω την υπεράσπιση κπ. στο δικαστήριο, υπερασπίζομαιdefender[Ant.]

atacar (v.) • επιτίθεμαι (v.)

-