» 

dicionario analógico

expliquer (fr)[Classe]

(exemplo)(πρότυπο; υπόδειγμα)[termes liés]

argumentar, desenvolver, elaborar, explicitarαναπτύσσω διεξοδικά, εκθέτω, επεξεργάζομαι, συζητώ τις λεπτομέρειες[Hyper.]

exemplo, ilustraçãoδείγμα, περίπτωση - chefia, exemplo, modeloκαθοδήγηση, παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα - exemplar, exemplo, modeloμάθημα, μακέτα, ομοίωμα, παράδειγμα, προειδοποίηση - ilustraçãoεικονογράφηση, επεξήγηση, παραδειγματισμός - caso, exemplo, ocasião, ocorrênciaενδεχόμενο, παράδειγμα, περίπτωση, περιστατικό - exemplifying, illustrative (en)[Dérivé]

exemplification, typification (en)[Nominalisation]

exemplo, ilustraçãoδείγμα, περίπτωση - chefia, exemplo, modeloκαθοδήγηση, παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα - exemplar, exemplo, modeloμάθημα, μακέτα, ομοίωμα, παράδειγμα, προειδοποίηση - ilustraçãoεικονογράφηση, επεξήγηση, παραδειγματισμός - caso, exemplo, ocasião, ocorrênciaενδεχόμενο, παράδειγμα, περίπτωση, περιστατικό[Dérivé]

exemplificar (v.) • ilustrar (v.) • είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα (v.) • εξηγώ με παραδείγματ (v.) • εξηγώ με παραδείγματα (v.) • επεξηγώ (v.)

-