Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
expliquer (fr)[Classe]
(exemplo) — (πρότυπο; υπόδειγμα)[termes liés]
exemplo, ilustração — δείγμα, περίπτωση - chefia, exemplo, modelo — καθοδήγηση, παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα - exemplar, exemplo, modelo — μάθημα, μακέτα, ομοίωμα, παράδειγμα, προειδοποίηση - ilustração — εικονογράφηση, επεξήγηση, παραδειγματισμός - caso, exemplo, ocasião, ocorrência — ενδεχόμενο, παράδειγμα, περίπτωση, περιστατικό - exemplifying, illustrative (en)[Dérivé]
exemplification, typification (en)[Nominalisation]
exemplo, ilustração — δείγμα, περίπτωση - chefia, exemplo, modelo — καθοδήγηση, παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα - exemplar, exemplo, modelo — μάθημα, μακέτα, ομοίωμα, παράδειγμα, προειδοποίηση - ilustração — εικονογράφηση, επεξήγηση, παραδειγματισμός - caso, exemplo, ocasião, ocorrência — ενδεχόμενο, παράδειγμα, περίπτωση, περιστατικό[Dérivé]
exemplificar (v.) • ilustrar (v.) • είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα (v.) • εξηγώ με παραδείγματ (v.) • εξηγώ με παραδείγματα (v.) • επεξηγώ (v.)
-