Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.031s
επαναλαμβάνω, λέω, προβλέπω, υπολογίζω — dizer, falar[Hyper.]
δήλωση — asserção, declaração - δηλωτικόσ — declaratório[Dérivé]
απαντώ στο κατηγορητήριο, παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο — apresentar, declarar-se, pleitear - δηλώνω, διακυρήσσω - χαρακτηρίζω κτ. ως ακατάλληλο για χρήση — condenar - αγιάζω, αφιερώνω, καθαγιάζω — consagrar, santificar - δικαιολογώ — dar uma explicação, justificar - εισηγούμαι, προτείνω, συμβουλεύω, συστήνω — aconselhar, propor, sugerir - διαβεβαιώνω, υπόσχομαι — assegurar - τάζω, υπόσχομαι — prometer - take the Fifth, take the Fifth Amendment (en) - καταδικάζω, ορίζω ποινή — amaldiçoar, censurar, condenar, julgar, sentenciar - declarar, proclamar - διακηρύσσω, ομολογώ ανοιχτά — declarar - επιβεβαιώνω — jurar - καταθέτω, ορκίζομαι, παίρνω όρκο — afirmar solenemente, depor, jurar - παίρνω τη θέση του μάρτυρα στο δικαστήριο — testemunhar - θεσπίζω — decretar - λέω άφοβα τη γνώμη μου, λέω αυτό που σκέφτομαι, μιλώ ανοιχτά — falar alto e bom som, falar francamente, opinar, ser de opinião - count out (en)[Spéc.]
δήλωση — asserção, declaração - δηλωτικόσ — declaratório[Dérivé]
declarar (v.) • διακηρύττω (v.) • διατρανώνω (v.)
-