» 

dicionario analógico

απαντώ στο κατηγορητήριο, παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριοapresentar, declarar-se, pleitear - δηλώνω, διακυρήσσω - χαρακτηρίζω κτ. ως ακατάλληλο για χρήσηcondenar - αγιάζω, αφιερώνω, καθαγιάζωconsagrar, santificar - δικαιολογώdar uma explicação, justificar - εισηγούμαι, προτείνω, συμβουλεύω, συστήνωaconselhar, propor, sugerir - διαβεβαιώνω, υπόσχομαιassegurar - τάζω, υπόσχομαιprometer - take the Fifth, take the Fifth Amendment (en) - καταδικάζω, ορίζω ποινήamaldiçoar, censurar, condenar, julgar, sentenciar - declarar, proclamar - διακηρύσσω, ομολογώ ανοιχτάdeclarar - επιβεβαιώνωjurar - καταθέτω, ορκίζομαι, παίρνω όρκοafirmar solenemente, depor, jurar - παίρνω τη θέση του μάρτυρα στο δικαστήριοtestemunhar - θεσπίζωdecretar - λέω άφοβα τη γνώμη μου, λέω αυτό που σκέφτομαι, μιλώ ανοιχτάfalar alto e bom som, falar francamente, opinar, ser de opinião - count out (en)[Spéc.]

δήλωσηasserção, declaração - δηλωτικόσdeclaratório[Dérivé]

declarar (v.) • διακηρύττω (v.) • διατρανώνω (v.)

-