» 

dicionario analógico

démystifierαπομυθοποιώ - clarifier, éclaircir, mettre au pointδιασαφίζω, διαφωτίζω, διευκρινίζω, ρίχνω φως σε κτ. - détailler, s'étendre, s'étendre surαναπτύσσω διεξοδικά, εκθέτω, επεξεργάζομαι, συζητώ τις λεπτομέρειες - désambiguïser[Spéc.]

élucidation - clarification, éclaircissement, mise au pointαποσαφήνιση, διαφώτιση[Nominalisation]

clarté, limpiditéδιαύγεια, ευκρίνεια, καθαρότητα[Dérivé]

déconcerter, dérouter, embrumer, obscurcirθολώνω, συσκοτίζω[Ant.]

clarifier (v.) • éclaircir (v. trans.) • élucider (v. trans.) • expliquer (v.) • αποσαφηνίζω (v.) • διευκρινίζω (v.) • επεξηγώ (v.)

-