Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.047s
comunicar, transmitir — γνωστοποιώ, εκφράζω, επικοινωνώ, μεταφέρω πληροφορίες[Hyper.]
informação, informe — πληροφορία - informação — πληροφορίες, πληροφόρηση - informação — διάδοση - Dados, informação — δεδομένα, δεδομένο, στοιχεία - informador — πηγή, πληροφοριοδότης - informador — μάρτυρας - informativo, noticioso - informativo, instrutivo, noticioso — κατατοπιστικός, πληροφοριακός - esclarecedor, informativo, noticioso — διαφωτιστικός[Dérivé]
noticiar - aprender, ensinar, instruir — διδάσκω, εκπαιδεύω - advertir - inoculate (en) - dar a conhecer, noticiar, notificar — ενημερώνω - avisar — προειδοποιώ - alcagüetar, dar informações, dedurar, informar, noticiar, notificar — δίνω πληροφορίες, καταδίδω - explicar, informar, partilhar, pôr/estar a par — πληροφορώ - update (en) - enganar, informar mal — παραπλανώ, παραπληροφορώ - atenuar, ligar pouco, minimizar — δεν δίνω σημασία σε κτ., κάνω κτ. να φαίνεται ασήμαντο, μειώνω, με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, παίρνω αψήφιστα, παρουσιάζω κτ. μετριασμένα, υποβαθμίζω, υποτιμώ - acusar, comunicar, delatar, denunciar, informar, mexericar — είμαι μαρτυριάρης, καταγγέλλω, μαρτυρώ - undeceive (en) - advertir, alertar — προειδοποιώ - advertir, anunciar, avisar, comunicar, informar, mandar dizer, noticiar, notificar — γνωστοποιώ, ειδοποιώ, ενημερώνω - informar, noticiar, notificar — γνωστοποιώ, εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, εξοικειώνω κπ. με κτ. - dar o ponto — υπαγορεύω, υπενθυμίζω - oferecer — προσφέρω αυθόρμητα - apresentar — παρουσιάζω, συστήνω - lamentar, sentir — λυπάμαι, μετανιώνω - apresentar, mostrar - assinalar, indicar — δείχνω, εκφράζω - ενδείκνυται - nark (en) - esclarecer, explicar — εξηγώ - informar — γνωστοποιώ, λέω - contar, falar, narrar, recontar, relatar — αφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ, εξιστορώ με λεπτομέρειες - narrar - apresentar um relatório, descrever, informar, relatar — αναφέρω, δίνω αναφορά, δίνω εξηγήσεις για κτ., εξηγώ, περιγράφω - report (en) - fazer a cobertura - comunicar, mostrar — ανακοινώνω, ανακοινώνω κτ., γίνομαι γνωστός - desabusar, desenganar, desiludir — εξάγω τησ απάτησ - apontar, assinalar, mostrar - dar testemunho, testemunhar — αποδεικνύω, αποκαλύπτω, αποτελώ απόδειξη, βεβαιώνω, βεβαιώνω για, βεβαιώνω ενόρκως, είμαι θετική απόρροια, μαρτυρώ, χρησιμεύω σαν απόδειξη[Spéc.]
informação, informe — πληροφορία - informação — πληροφορίες, πληροφόρηση - informação — διάδοση - Dados, informação — δεδομένα, δεδομένο, στοιχεία - informador — πηγή, πληροφοριοδότης - informador — μάρτυρας - informativo, instrutivo, noticioso — κατατοπιστικός, πληροφοριακός - esclarecedor, informativo, noticioso — διαφωτιστικός - informativo, noticioso[Dérivé]
-