» 

dicionario analógico

noticiar - aprender, ensinar, instruirδιδάσκω, εκπαιδεύω - advertir - inoculate (en) - dar a conhecer, noticiar, notificarενημερώνω - avisarπροειδοποιώ - alcagüetar, dar informações, dedurar, informar, noticiar, notificarδίνω πληροφορίες, καταδίδω - explicar, informar, partilhar, pôr/estar a parπληροφορώ - update (en) - enganar, informar malπαραπλανώ, παραπληροφορώ - atenuar, ligar pouco, minimizarδεν δίνω σημασία σε κτ., κάνω κτ. να φαίνεται ασήμαντο, μειώνω, με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, παίρνω αψήφιστα, παρουσιάζω κτ. μετριασμένα, υποβαθμίζω, υποτιμώ - acusar, comunicar, delatar, denunciar, informar, mexericarείμαι μαρτυριάρης, καταγγέλλω, μαρτυρώ - undeceive (en) - advertir, alertarπροειδοποιώ - advertir, anunciar, avisar, comunicar, informar, mandar dizer, noticiar, notificarγνωστοποιώ, ειδοποιώ, ενημερώνω - informar, noticiar, notificarγνωστοποιώ, εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, εξοικειώνω κπ. με κτ. - dar o pontoυπαγορεύω, υπενθυμίζω - oferecerπροσφέρω αυθόρμητα - apresentarπαρουσιάζω, συστήνω - lamentar, sentirλυπάμαι, μετανιώνω - apresentar, mostrar - assinalar, indicarδείχνω, εκφράζω - ενδείκνυται - nark (en) - esclarecer, explicarεξηγώ - informarγνωστοποιώ, λέω - contar, falar, narrar, recontar, relatarαφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ, εξιστορώ με λεπτομέρειες - narrar - apresentar um relatório, descrever, informar, relatarαναφέρω, δίνω αναφορά, δίνω εξηγήσεις για κτ., εξηγώ, περιγράφω - report (en) - fazer a cobertura - comunicar, mostrarανακοινώνω, ανακοινώνω κτ., γίνομαι γνωστός - desabusar, desenganar, desiludirεξάγω τησ απάτησ - apontar, assinalar, mostrar - dar testemunho, testemunharαποδεικνύω, αποκαλύπτω, αποτελώ απόδειξη, βεβαιώνω, βεβαιώνω για, βεβαιώνω ενόρκως, είμαι θετική απόρροια, μαρτυρώ, χρησιμεύω σαν απόδειξη[Spéc.]

informação, informeπληροφορία - informaçãoπληροφορίες, πληροφόρηση - informaçãoδιάδοση - Dados, informaçãoδεδομένα, δεδομένο, στοιχεία - informadorπηγή, πληροφοριοδότης - informadorμάρτυρας - informativo, instrutivo, noticiosoκατατοπιστικός, πληροφοριακός - esclarecedor, informativo, noticiosoδιαφωτιστικός - informativo, noticioso[Dérivé]

informar (v.) • πληροφορώ (v.)

-