Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
exclusivo/selecto — μοντέρνος και ακριβός, που προορίζεται για τους εκλεκτούς[Spéc.]
apartar, desbastar, destacar, escolher, seleccionar, selecionar — διαλέγω, διαλέγω για τις δύσκολες δουλειές, επιλέγω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κπ. - selectividade — εκλεκτικότησ, εκλεκτικότητα, επιλεκτικότητα[Dérivé]
exigente (adj.) • selectivo (adj.) • εκλεκτικός (adj.) • επιλεκτικός (adj.)
-