» 

dicionario analógico

ανέχομαι, κάνω υπομονήter paciência - aceitar - ανέχομαιconsentir, tolerar - αντέχ, αντέχω μέχρι τέλους, διατηρώ τις δυνάμεις και το ηθικό μου σε μια δύσκολη κα, διατηρώ τις δυνάμεις και το ηθικό μου σε μια δύσκολη κατάστασηaguentar, aguentar-se - δέχομαι αδιαμαρτύρηταaceitar, aceitar passivamente - παίρνω από αστείαter sentido de humor - sit out (en) - υφίσταμαι τιμωρίαpagar - ανέχομαι, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, κάνω ό, τι μπορώ σε δύσκολες συνθήκες, υφίσταμαι αδιαμαρτύρηταaguentar firme, fazer o melhor possível, parecer contente/não dar o braço a torcer? - υφίσταμαι τις σοβαρότερες συνέπειες μιας κατάστασηςimpacto[Spéc.]

ανεκτικός, φιλελεύθεροςtolerante[Qui~]

adequate, fair to middling, passable, tolerable (en) - ανεκτός, υποφερτόςsuportável, tolerável[QuiPeutEtre]

tolérance (fr)[CeQui~]

abidance (en) - ανεκτικότητα, ανοχήresistência - ανοχήtolerância - αντοχήresistência[Dérivé]

υποφέρωsofrer[Domaine]

admitir (v.) • apoiar (v.) • aturar  • padecer (v. intr.) • resistir (v. trans.) • sofrer (v. intr.) • suportar  • sustentar  • tolerar (v.) • usar  • ανέχομαι (v.) • αντέχω (v.) • αντέχω να υποστηρίξω (v.) • βαστώ (v.) • σηκώνω (v.) • στηρίζω (v.) • υποβαστάζω (v.) • υπομένω (v.) • υποφέρω (v.) • υφίσταμαι (v.)

-