» 

dicionario analógico

αλλάζωبَدَّلَ, تغيّر, عدّل, عَدَّلَ, غَيَّرَ, قَلَبَ, كَيَّفَ, يغيّـر، يتغيّـر, يُغَيِّر[Hyper.]

ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευήإستعداد, إسْتِعْداد, إعْداد, تَحْضِير, تَرْتيبات - جاهزية - ετοιμασία, ετοιμότητα, προπαρασκευή, σε επιφυλακή, σε ετοιμότηταإستعداد, إستِعداد، مَيل, إِعْدَاد, تَأَهُّب, جاهزية, جَاهِزِيَّة, في حالَة اسْتِعْداد - جاهز, حَالَة اِسْتِعْدَاد - προετοιμαστικός, προκαταρκτικός, προπαρασκευαστικόςإعْدادي، تَحْضيري، تَمْهيدي, تحضيري[Dérivé]

κοινωνικοποιώعاشر - preparar (pt) - اِنْكَبَّ - شرط المسبق - fix (en) - mount (en) - preparar (pt) - ετοιμάζω διά τον χειμώνα - summerise, summerize (en) - يُعِدُّ قَبْلَ إضافَة أي شَيء - καλλιεργώيَفْلَح، يَحْرُث الأرض - οπλίζομαι με θάρροςتشجّع، تنشَّط[Spéc.]

ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευήإستعداد, إسْتِعْداد, إعْداد, تَحْضِير, تَرْتيبات - جاهزية - ετοιμασία, ετοιμότητα, προπαρασκευή, σε επιφυλακή, σε ετοιμότηταإستعداد, إستِعداد، مَيل, إِعْدَاد, تَأَهُّب, جاهزية, جَاهِزِيَّة, في حالَة اسْتِعْداد - جاهز, حَالَة اِسْتِعْدَاد[Dérivé]

ετοιμάζομαι (v.) • προβλέπω  • προνοώ για  • أَعَدَّ (v.) • إستعدّ (v.) • جاهز (v.) • جَهََّزَ (v.) • يَدَّخِر ما يكفيه

-