Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
αλλάζω — بَدَّلَ, تغيّر, عدّل, عَدَّلَ, غَيَّرَ, قَلَبَ, كَيَّفَ, يغيّـر، يتغيّـر, يُغَيِّر[Hyper.]
ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή — إستعداد, إسْتِعْداد, إعْداد, تَحْضِير, تَرْتيبات - جاهزية - ετοιμασία, ετοιμότητα, προπαρασκευή, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα — إستعداد, إستِعداد، مَيل, إِعْدَاد, تَأَهُّب, جاهزية, جَاهِزِيَّة, في حالَة اسْتِعْداد - جاهز, حَالَة اِسْتِعْدَاد - προετοιμαστικός, προκαταρκτικός, προπαρασκευαστικός — إعْدادي، تَحْضيري، تَمْهيدي, تحضيري[Dérivé]
κοινωνικοποιώ — عاشر - preparar (pt) - اِنْكَبَّ - شرط المسبق - fix (en) - mount (en) - preparar (pt) - ετοιμάζω διά τον χειμώνα - summerise, summerize (en) - يُعِدُّ قَبْلَ إضافَة أي شَيء - καλλιεργώ — يَفْلَح، يَحْرُث الأرض - οπλίζομαι με θάρρος — تشجّع، تنشَّط[Spéc.]
ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή — إستعداد, إسْتِعْداد, إعْداد, تَحْضِير, تَرْتيبات - جاهزية - ετοιμασία, ετοιμότητα, προπαρασκευή, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα — إستعداد, إستِعداد، مَيل, إِعْدَاد, تَأَهُّب, جاهزية, جَاهِزِيَّة, في حالَة اسْتِعْداد - جاهز, حَالَة اِسْتِعْدَاد[Dérivé]
ετοιμάζομαι (v.) • προβλέπω • προνοώ για • أَعَدَّ (v.) • إستعدّ (v.) • جاهز (v.) • جَهََّزَ (v.) • يَدَّخِر ما يكفيه
-