Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
agir sur — δρω[Hyper.]
sédation - calmant, tranquillisant — ησυχαστήσ, κατευνάστησ, κατευναστικό - calme, tranquillité — αταραξία, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, ψυχραιμία - ataraxique, calmant, sédatif — καθησυχαστικόσ, πραϋντικόσ[Dérivé]
stimuler — αφυπνίζω, δραστηριοποιώ, ενεργοποιώ, εξεγείρω[Ant.]
hypnotiser — σαγηνεύω, υπνωτίζω[Spéc.]
sédation - calmant, tranquillisant — ησυχαστήσ, κατευνάστησ, κατευναστικό - calme, tranquillité — αταραξία, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, ψυχραιμία[Dérivé]
stimuler — αφυπνίζω, δραστηριοποιώ, ενεργοποιώ, εξεγείρω[Ant.]
γαληνεύω (v.) • ηρεμιστικό (v.) • ηρεμώ (v.) • ησυχάζω (v.) • καθησυχάζω (v.) • καλμάρω (v.) • κατευνάζω (v.) • χορηγώ καταπραϋντικό (v.)