» 

dicionario analógico

attractivitéελκυστικότητα - attirerέλκω, γοητεύω, ελκύω, θέλγω, σαγηνεύω[Dérivé]

enchanteresse, enchanteur, envoûtant, fascinant, passionnantγοητευτική, γοητευτικό, γοητευτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός - charismatique, magnétiqueελκυστικός, μαγνητικός - mignonκομψός, λεπτεπίλεπτος, χαριτωμένος - dinky (en) - affriandant, engageantαπολαυστικός - irrésistibleελκυστικός, σαγηνευτικός - hypnotique, mesmériqueυπνωτικός - irrésistibleακαταμάχητος, ακατανίκητος - charmant, chicευπαρουσίαστοσ - photogéniqueφωτογενήσ - avenant, engageantγοητευτικός, συμπαθητικός - accortελκυστικόσ, φαιδρόσ, ωραίοσ - m'as-tu-vu - attachant, attrayantγοητευτικός, ικετευτικός[Similaire]

disgracieux, peu attrayantαποκρουστικός[Ant.]

attirant (adj.) • attractif (adj.) • attrayant (adj.) • séduisant (adj.) • δελεαστικός (adj.) • ελκυστικός (adj.)

-