» 

dicionario analógico

conceivability, conceivableness (en) - acessibilidade, alcance - δυναμικό/δυνατότητες, δυνατότητα, πιθανότηταpotencial - ευκαιρία, καλή τύχη, πιθανότηταchance, ocasião, oportunidade, possibilidade[Spéc.]

ενδεχόμενος, πιθανόςeventual, possivel, possível, potencial[Dérivé]

δυνατός, εφικτός, ικανοποιητικός, κατάλληλος, πιθανόςpossível, viável - αδύνατος, ακατόρθωτος, ανέφικτοςimpossível[Dériv.]

αδυναμία, η ιδιότητα του να είναι κτ. ανέφιτκο, το ανέφικτο, το απραγματοποίητοimpossibilidade[Ant.]

chance (n.) • possibilidade (n.f.) • δυνατότητα (n.f.) • ενδεχόμενο (n.) • πιθανότητα (n.)

-