Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
mal être, mal-être — κακομοιριά[Hyper.]
misérable — άθλιος, δυστυχισμένος - lamentable, misérable, pathétique, pitoyable — αξιολύπητος, θλιβερός, καταθλιπτικός, οικτρός, συγκινησιακός, φτωχός - misérable - exécrable, misérable — άθλιος, αξιοθρήνητος, δυστυχισμένος[Dérivé]