» 

dicionario analógico

nouveautéανακοίνωση, απειρία, νέα κυκλοφορία, το ξένο, το πρωτόγνωρο, φρεσκάδα[Propriété~]

âgeηλικία[Dérivé]

flambant neufολοκαίνουργιος - frais - fraisφρέσκος - nouvellement né - newfound (en) - rafraîchissantεκκεντρικός, ευχάριστος, νέος, πρωτόγνωρος, πρωτότυπος - parvenida, parvenido (pt) - révolutionnaireεπαναστατικός, ριζικός - rising (en) - sunrise (en) - non testé - inutilisé - vierge - récentπρόσφατος - young (en)[Similaire]

vieil, vieuxάχρηστος, αρχαίος, γηραιός, ηλικιωμένος, παλαιός, παλιός[Ant.]

neuf (adj.) • nouveau (adj.) • αρχάριος (adj.) • καινούργιος (adj.) • καινούριος (adj.) • νέα (adj.) • νέο (adj.) • νέος (adj.) • νεόφερτος (adj.) • πρωτόγνωρος (adj.) • πρόσφατος (adj.)

-