Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.032s
malin (fr)[Classe]
επιτηδειότητα — دّهاء, فَنِّـيَّـه - بدهاء - έξυπνα, επιτήδεια, με πανουργία, πονηρά — باحتيال, بدهاء, بمكر, بِذكاءٍ ماكِر, بِمَكْر، بِخُبْث, بِمُخادَعَـه، بِمُراوَغَـه[Dérivé]
ساذج[Ant.]
cunningly, shrewdly (en)[Adv.]
αλεπού, υπεκφεύγων — الماكر شخص ذو مكر[CeQuiEst~]
επιτηδειότητα — دّهاء, فَنِّـيَّـه[Dérivé]
έξυπνος, επιτήδειος, πανούργος, πονηρός, που μπορεί να εξαπατήσει, τσαχπίνικος — حكيم, خداع, خَبيث, ماكر, ماكِر, ماكِر، بارِع، خادِع, ماكِر، مُراوِغ, ماكِر وذَكي, محتال, مخادع, مكّار, مُحْتال، ماكِر, مُخادِع، مُراوِغ - γοητευτικός, ξύπνιος — حاد الذَكاء, لطيف - δολοπλόκος, ραδιούργος — تَدْبير مَكائِد أو دَسائِس, وضع خطّة سريّة - deep (en) - που έχει σκοπό να διαφύγει, που εξαφανίζεται ή ξεφεύγει, φευγαλέος — تَهَرُّبي، تَمَلُّصي, مراوغ, مُتَمَلِّص، لا يَصْعُب فَهْمُه، لا يُدْرَك - παραποιητικόσ, χειριστικόσ — مناور - πανούργοσ — داهية, ماكر[Similaire]
ساذج[Ant.]
δυσνόητος (adj.) • δόλιος (adj.) • επιδέξιος (adj.) • επιτήδειος (adj.) • ικανός (adj.) • πανούργος (adj.) • πονηρός (adj.) • داهية (adj.) • ماكِر، حاذِق، ماهِر (adj.)
-