Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
αριστοκρατία, ευγενείς, τίτλος ευγενείας — aristocratie, noblesse, pairie - αριστοκρατική καταγωγή, αρχοντιά, ευγένεια, μεγαλοπρέπεια[Dérivé]
de basse extraction[Ant.]
αριστοκρατική καταγωγή, αρχοντιά, ευγένεια, μεγαλοπρέπεια - αριστοκρατία, ευγενείς, τίτλος ευγενείας — aristocratie, noblesse, pairie[Dérivé]
αριστοκρατικός — aristocratique - auguste - τιτλούχος — noble, titré - βασιλικός — royal - βασιλικός — royal - monarchique, monarqual - πριγκιπικός — princier - βασιλικός — de reine - royal[Similaire]
de basse extraction[Ant.]
noble (adj.) • αριστοκρατικός (adj.)
-